φωριαμός: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] ρούχων, [[σεντούκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. <i>φώρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]) «[[κλέφτης]]», [[φώριος]] «[[κλεμμένος]]», ενώ, [[κατά]] τις νεώτερες απόψεις, η λ. [[φωριαμός]] ανήκει μεν στην [[οικογένεια]] του ρ. [[φέρω]], έχει, όμως, σχηματιστεί μέσω ενός επιθ. [[φώριος]] με σημ «[[φορητός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>rya</i>-), σχηματισμένου από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέρω]] (για τον σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. <i>φώρ</i>). Κατ' άλλους, [[τέλος]], πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης. Ωστόσο, όλες οι απόψεις αυτές παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[φωριαμός]] απαντά στον <b>Ησύχ.</b> και τ. [[χωριαμός]]<br />[[κίστη]], ο [[οποίος]], όμως, [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[φωριαμός]].
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] ρούχων, [[σεντούκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. <i>φώρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]) «[[κλέφτης]]», [[φώριος]] «[[κλεμμένος]]», ενώ, [[κατά]] τις νεώτερες απόψεις, η λ. [[φωριαμός]] ανήκει μεν στην [[οικογένεια]] του ρ. [[φέρω]], έχει, όμως, σχηματιστεί μέσω ενός επιθ. [[φώριος]] με σημ «[[φορητός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>rya</i>-), σχηματισμένου από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέρω]] (για τον σχηματισμό <b>βλ.</b> και λ. <i>φώρ</i>). Κατ' άλλους, [[τέλος]], πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης. Ωστόσο, όλες οι απόψεις αυτές παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[φωριαμός]] απαντά στον <b>Ησύχ.</b> και τ. [[χωριαμός]]<br />[[κίστη]], ο [[οποίος]], όμως, [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[φωριαμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φωριᾰμός:''' ἡ, [[κιβώτιο]], [[μπαούλο]], [[κάσα]], [[ιδίως]] λέγεται για ρούχα και χιτώνες (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωρῐᾰμός Medium diacritics: φωριαμός Low diacritics: φωριαμός Capitals: ΦΩΡΙΑΜΟΣ
Transliteration A: phōriamós Transliteration B: phōriamos Transliteration C: foriamos Beta Code: fwriamo/s

English (LSJ)

ἡ,

   A chest, trunk, coffer, esp. for clothes and linen: pl. in Hom., Il.24.228, Od.15.104: sg. in A.R.3.802. (Acc. to Eratosth. 4 from φώρ, φώριος 11, a place for keeping secret.)

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, ein Kasten, eine Kiste, bes. um Kleider u. Wäsche darin aufzubewahren; φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, ἔνθεν ἔξελε πέπλους Il. 24, 228, wie Od. 15, 104; nach Eustath. von φώριος, Geräth, um darin Etwas zu verbergen, nach Andern von φέρω, ein Tragkasten.

Greek (Liddell-Scott)

φωριᾰμός: ἡ, κιβώτιον, ἐντὸ τοῦ ὁποίου ἐναπέθετον οὐ μόνον πέπλους, χλαίνας καὶ χιτῶνας, ἀλλὰ καὶ τάπητας κτλ., Ἰλ. Ω. 228, Ὀδ. Ο. 104. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ. καὶ ἀφίνει τὸ γένος ἀδιάγνωστον, ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 802 εἶναι θηλ. (Κατὰ τὸ Ἐρατοσθένη σ. 137 Bernhardy, ἐκ τοῦ φώρ, φώριος, οἱονεὶ τόπος πρὸς μυστικὴν φύλαξιν).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, postér. ἡ)
coffre pour serrer des vêtements.
Étymologie: DELG emprunt ?

English (Autenrieth)

chest, coffer, box, pl., Il. 24.228 and Od. 15.104.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει μεν στην οικογένεια του ρ. φέρω, έχει, όμως, σχηματιστεί μέσω ενός επιθ. φώριος με σημ «φορητός» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhārya-), σχηματισμένου από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. φέρω (για τον σχηματισμό βλ. και λ. φώρ). Κατ' άλλους, τέλος, πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης. Ωστόσο, όλες οι απόψεις αυτές παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. προς τον τ. φωριαμός απαντά στον Ησύχ. και τ. χωριαμός
κίστη, ο οποίος, όμως, πρέπει μάλλον να θεωρηθεί εσφ. γρφ. αντί του φωριαμός.

Greek Monotonic

φωριᾰμός: ἡ, κιβώτιο, μπαούλο, κάσα, ιδίως λέγεται για ρούχα και χιτώνες (άγν. προέλ.).