ἀρτεμής: Difference between revisions
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτεμής]], -ές (Α)<br />ο [[ακέραιος]], ο [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>αρτι</i>- ([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>-<i>δεμής</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[δέμας]] «[[σώμα]]») ή το <i>αρ</i>-([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>-, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τέμος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[τημελώ]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]»). Οπωσδήποτε η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα <i>Άρτεμις</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | |mltxt=[[ἀρτεμής]], -ές (Α)<br />ο [[ακέραιος]], ο [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>αρτι</i>- ([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>-<i>δεμής</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[δέμας]] «[[σώμα]]») ή το <i>αρ</i>-([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>-, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τέμος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[τημελώ]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]»). Οπωσδήποτε η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα <i>Άρτεμις</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρτεμής:''' -ές ([[ἄρτιος]]), [[ασφαλής]] και [[αβλαβής]], [[σώος]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A safe and sound, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Il.5.515; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι Od. 13.43, cf.A.R.1.415, Call.Iamb.1.227.—Ep. word; etym. of Ἄρτεμις, Pl.Cra.406b.
German (Pape)
[Seite 361] ές (vgl. ἄρτιος), unversehrt, frisch u. gesund; ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Iliad. 5, 515. 7, 308; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od. 13, 43; σκέλος Philip. 9 (VI, 203); vgl. Plat. Crat. 406 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμής: -ές, (ἄρτιος) σῶος, ἀκέραιος, ἀβλαβής, ὑγιής, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Ἰλ. Ε. 515· φίλοισι σὺν ἀρτεμέεσσι Ὀδ. Ν. 43, πρβλ. Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 415. - Ἐπ. λέξις.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dat. pl. épq. ἀρτεμέεσσι;
sain et sauf.
Étymologie: DELG ?
English (Autenrieth)
ές: safe and sound, Il. 5.515, Od. 13.43.
Spanish (DGE)
-ές
sano y salvo, integro ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα Il.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος AP 6.203 (Laco), πόδες Orph.L.355, cf. Call.Fr.194.31, Hippon.108.6, Ael.Fr.99, Artem.2.35
•como explicación de la etim. de Ἄρτεμις: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.Cra.406b.
Greek Monolingual
ἀρτεμής, -ές (Α)
ο ακέραιος, ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το αρτι- (αρτεμής < αρτι-δεμής, πρβλ. δέμας «σώμα») ή το αρ-(αρτεμής < αρι-, με συγκοπή του -ι + τέμος, πρβλ. τημελώ «φροντίζω, μεριμνώ»). Οπωσδήποτε η υπόθεση ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα Άρτεμις οφείλεται σε παρετυμολογία].