ἀστερωπός: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀστερωπός]], -όν)<br />αυτός που έχει άστρα [[αντί]] για μάτια, ο [[έναστρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που λάμπει σαν [[άστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αστήρ]] (-[[έρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀστερωπός]], -όν)<br />αυτός που έχει άστρα [[αντί]] για μάτια, ο [[έναστρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που λάμπει σαν [[άστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αστήρ]] (-[[έρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστερωπός:''' -όν ([[ἀστήρ]], ὤψ)·<br /><b class="num">I.</b> [[αστεροειδής]], [[λαμπρός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[έναστρος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερωπός Medium diacritics: ἀστερωπός Low diacritics: αστερωπός Capitals: ΑΣΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: asterōpós Transliteration B: asterōpos Transliteration C: asteropos Beta Code: a)sterwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A star-faced, star-like, bright-shining, ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170; νυκτὸς ἀ. σέλας E.Hipp.851 (lyr.), cf. Ph.129 (lyr.).    II star-eyed, starry, αἰθήρ E.Ion 1078 (lyr.); ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias 25.33D.

German (Pape)

[Seite 375] mit Sternenblick, ὄμμα Aesch. frg. 159; αἰθήρ Eur. Ion 1078; σελάνα Hipp. 851; vgl. Phoen. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερωπός: -όν, ἀστεροειδής, ὅμοιος ἀστέρι, λαμπρός, οὔτ’ ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169˙ σελήνη Εὐρ. Ἱππ. 851, ὅπου ὅμως, ὡς ἐν Φοιν. 129, ὁ τύπος ἀστρωπός (διατηρηθεὶς ἐν χειρογρ. Ἡρ. Μαιν. 406) ἀναγιγνώσκεται χάριν τοῦ μέτρου ὑπὸ τοῦ Δινδ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀστέρας ὡς ὀφθαλμούς, κατάστερος, αἰθήρ Εὐρ. Ἴων 1079.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
brillant comme une étoile.
Étymologie: ἀστήρ, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
1 brillante como una estrella οὔτ' ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170, de Hipomedonte, E.Ph.129.
2 estrellado νυκτὸς ἀστερωπὸν σέλας E.Hipp.850, αἰθήρ E.Io 1078, ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias Fr.Trag.19.33, Ὄλυμπος Lyr.Adesp.18.12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀστερωπός, -όν)
αυτός που έχει άστρα αντί για μάτια, ο έναστρος
αρχ.
αυτός που λάμπει σαν άστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ωπός].

Greek Monotonic

ἀστερωπός: -όν (ἀστήρ, ὤψ)·
I. αστεροειδής, λαμπρός, σε Ευρ.
II. έναστρος, στον ίδ.