γῆρυς: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γῆρυς]] και γᾱρυς (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> [[φωνή]], [[λαλιά]], [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[φωνή]] που εκφράζει [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική, με βασική [[σημασία]] «[[φωνή]]» (από ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ğar</i> - «[[φωνάζω]], [[κραυγάζω]]») απ' όπου [[μετά]] η [[σημασία]] «[[λαλιά]], [[λόγος]]». Συσχετίζεται [[επίσης]] με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γαρριώμεθα</i><br />λοιδορούμεθα» και το λατ. <i>garrio</i> «[[φλυαρώ]]», ηχομιμητικές λέξεις με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
|mltxt=[[γῆρυς]] και γᾱρυς (-υος), η (Α)<br /><b>1.</b> [[φωνή]], [[λαλιά]], [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[φωνή]] που εκφράζει [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική, με βασική [[σημασία]] «[[φωνή]]» (από ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ğar</i> - «[[φωνάζω]], [[κραυγάζω]]») απ' όπου [[μετά]] η [[σημασία]] «[[λαλιά]], [[λόγος]]». Συσχετίζεται [[επίσης]] με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γαρριώμεθα</i><br />λοιδορούμεθα» και το λατ. <i>garrio</i> «[[φλυαρώ]]», ηχομιμητικές λέξεις με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γῆρυς:''' -υος, ἡ, [[φωνή]], [[ομιλία]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῆρυς Medium diacritics: γῆρυς Low diacritics: γήρυς Capitals: ΓΗΡΥΣ
Transliteration A: gē̂rys Transliteration B: gērys Transliteration C: girys Beta Code: gh=rus

English (LSJ)

Dor. γᾶρυς, B.5.15, S.Ichn.65, υος, ἡ,

   A voice, speech, Il.4.437; στονόεσσα γ. S.OT186 (lyr.); Ὀρφεία γ., i.e. Orpheus, E.Alc. 969; Κολχίδα γῆρυν ἱεῖσα A.R.4.731: in later Prose, Plu.2.397c: metaph. of the voice of passion, Ph.1.373. (Cf. Oir. gāir, gairm 'shout', Welsh gawr, garm.)

German (Pape)

[Seite 490] υος, ἡ, Stimme, Ton, Schall, Il. 4, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; Soph. O. R. 187; Eur. Rhes. 294 u. öfter; Sp. D.; Plut. Pyth. or. 7.

Greek (Liddell-Scott)

γῆρυς: -υος, ἡ, φωνή, λαλιά, ὁμιλία, Ἰλ. Δ. 437· στονόεσσα γ. Σοφ. Ο. Τ. 186· Ὀρφεία γ., ὁ Ὀρφεύς, Εὐρ. Ἀλκ. 969· ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. 2. 397C.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
voix.
Étymologie: γηρύω.

English (Autenrieth)

speech, Il. 4.437†.

Spanish (DGE)

-υος, ἡ

• Alolema(s): dór. γᾶρυς Simon.90, B.5.15
I de seres animados
1 voz articulada, lenguaje, idioma οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὖδ' ἴα γ. no tenían todos (los troyanos) una algarabía uniforme ni un solo lenguaje, Il.4.437, cf. E.Rh.294, Κολχίδα γῆρυν ἱεῖσα A.R.4.731, cf. Plb.15.12.9.
2 expresión, voz, habla γάρυϊ θελξιεπεῖ φθέγξατ' B.15.48, cf. 5.15, 25.10, ἱεῖσα τραυλὴν γῆρυν ἀπὸ στόματος ISmyrna 520b.2 (II a.C.)
del recitado de los personajes trágicos refiriéndose a ellos mismos πατρικὰν γῆρυν S.Fr.314.71, E.Ph.960, El.754, cf. en otros géneros, Colluth.277
de dioses δέσποιν' Ἀθάνα, φθέγματος ... ᾐσθόμην τοῦ σοῦ ... γῆρυν E.Rh.609, cf. Plu.2.397c
de uno de los colosos de Memnón Col.Memn.72.6 (II d.C.)
c. alusión a géneros científico-místicos γ. σοφή E.Ba.178, Ὀρφεία γ. E.Alc.969, δέλτων τ' ἀναπτύσσοιμι γῆρυν ᾅ σοφοὶ κλέονται E.Fr.11.6M.
3 voz, canto musical κιδναμένα μελιαδέα γᾶρυν Simon.l.c., στονόεσσα γ. canto entrecortado de sollozos S.OT 186, del cisne, Mosch.3.16, cf. Ar.Au.233
fig. canto, encanto de los placeres, Ph.1.373.
4 voz, sonido emitido por anim. γ. ... μήλων A.R.1.1244, cf. Simm.20.
II producido por objetos inanimados o instrumentos son, sonido ἑπτάτονον ... γᾶρυν del bárbiton, B.Fr.20B.2, cf. E.Rh.549, Lyr.Adesp.119.21
sonido, ruido mágico emitido por los restos de las vacas del Sol πικρὰν Ὀδυσσεῖ γῆρυν E.Tr.441. • DMic.: KA-RU-WE (?).

• Etimología: Gener. rel. airl. gāir ‘grito’, gót. kara ‘preocupación’, ags. cearn, aal. chara ‘lamento’, todo ello de una r. ide. *gar- de donde tb. procedería quizá γαρριώμεθα q.u.

Greek Monolingual

γῆρυς και γᾱρυς (-υος), η (Α)
1. φωνή, λαλιά, λόγος
2. φωνή που εκφράζει πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, με βασική σημασία «φωνή» (από ινδοευρ. ρίζα ğar - «φωνάζω, κραυγάζω») απ' όπου μετά η σημασία «λαλιά, λόγος». Συσχετίζεται επίσης με τη γλώσσα του Ησύχ. «γαρριώμεθα
λοιδορούμεθα» και το λατ. garrio «φλυαρώ», ηχομιμητικές λέξεις με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].

Greek Monotonic

γῆρυς: -υος, ἡ, φωνή, ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ., Ευρ.