δόλων: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δόλων]])<br />[[μαχαίρι]] κρυμμένο [[μέσα]] σε ράβδο, [[στιλέτο]], [[στόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι δόλωνες</i><br />τα [[δεύτερα]] τετράγωνα [[ιστία]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />πρωραίο [[ιστίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκάρι]] που κρατά πρωραίο [[ιστίο]]<br /><b>2.</b> μακρύ [[καλάμι]] με [[αγκίστρι]] στο [[λεπτό]] του [[άκρο]] κατάλληλο για [[ψάρεμα]], [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δόλος]], με αρχική τη σημ. «[[μαχαίρι]], [[στιλέτο]]», [[προτού]] εξελιχθεί στη μτγν. [[τεχνική]] (μεταφορική;) του [[σημασία]] «[[ιστίο]] (ορισμένου σχήματος)»].
|mltxt=ο (AM [[δόλων]])<br />[[μαχαίρι]] κρυμμένο [[μέσα]] σε ράβδο, [[στιλέτο]], [[στόκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι δόλωνες</i><br />τα [[δεύτερα]] τετράγωνα [[ιστία]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />πρωραίο [[ιστίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκάρι]] που κρατά πρωραίο [[ιστίο]]<br /><b>2.</b> μακρύ [[καλάμι]] με [[αγκίστρι]] στο [[λεπτό]] του [[άκρο]] κατάλληλο για [[ψάρεμα]], [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δόλος]], με αρχική τη σημ. «[[μαχαίρι]], [[στιλέτο]]», [[προτού]] εξελιχθεί στη μτγν. [[τεχνική]] (μεταφορική;) του [[σημασία]] «[[ιστίο]] (ορισμένου σχήματος)»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δόλων:''' -ωνος, ὁ ([[δόλος]]), [[μυστικό]] όπλο, [[εγχειρίδιο]], [[μαχαίρι]], [[στιλέτο]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλων Medium diacritics: δόλων Low diacritics: δόλων Capitals: ΔΟΛΩΝ
Transliteration A: dólōn Transliteration B: dolōn Transliteration C: dolon Beta Code: do/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A flying jib, Plb.16.15.2, D.S.20.61.    2 spar which carries such a sail, Poll.1.91.    II secret weapon, poniard, stiletto, Plu.TG10.    III fishing-rod (?), Artem.2.14.

German (Pape)

[Seite 655] ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δόλων: -ωνος, ὁ, μικρὸν πρῳραῖον ἱστίον, Πολύβ. 16, 15, 2, πρβλ. Liv. 36. 44, 45., 37. 30, καὶ ἴδε ἀκάτιον ΙΙ. ΙΙ. μυστικὸν ἐγχειρίδιον, ξιφίδιον ἐν ῥάβδῳ κεκρυμμένον, «στιλέττο», Λατ. dolo, Πλούτ. Τ. Γράκχ. 10. - Παρ' Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

1gén. pl. de δόλος.
2ωνος (ὁ) :
arme (poignard, épée, etc.) cachée dans une canne.
Étymologie: δόλος.

Greek Monolingual

ο (AM δόλων)
μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος
νεοελλ.
ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες
τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες
αρχ.-μσν.
πρωραίο ιστίο
αρχ.
1. δοκάρι που κρατά πρωραίο ιστίο
2. μακρύ καλάμι με αγκίστρι στο λεπτό του άκρο κατάλληλο για ψάρεμα, καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δόλος, με αρχική τη σημ. «μαχαίρι, στιλέτο», προτού εξελιχθεί στη μτγν. τεχνική (μεταφορική;) του σημασία «ιστίο (ορισμένου σχήματος)»].

Greek Monotonic

δόλων: -ωνος, ὁ (δόλος), μυστικό όπλο, εγχειρίδιο, μαχαίρι, στιλέτο, σε Πλούτ.