ἐλύω: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλύω]] και ἑλύω και [[εἰλύω]] (Α)<br />[[τυλίγω]], [[περιελίσσω]], κουλούριάζω. | |mltxt=[[ἐλύω]] και ἑλύω και [[εἰλύω]] (Α)<br />[[τυλίγω]], [[περιελίσσω]], κουλούριάζω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλύω:''' Αττ. ἕλύω, [[κυλώ]] (πρβλ. [[εἰλύω]])·<br /><b class="num">I.</b> μόνο σε Παθ. αόρ. αʹ ἐπὶ γαῖαν [[ἐλύσθη]], κύλησε στο [[έδαφος]], στο [[χώμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[προπάροιθε]] ποδῶνἈχιλῆος [[ἐλυσθείς]], κουβαριασμένος, κουλουριασμένος [[μπροστά]] στα πόδια του Αχιλλέα, στο ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' [[ἐλυσθείς]], αυτός που ζάρωσε, κουλουριάστηκε, διπλώθηκε [[κάτω]] από (την [[πίεση]]) της κοιλιάς, του στομαχιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[εἰλύω]], [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], [[διπλώνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]], σε Απολλ. Ρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A roll round (cf. εἰλύω): only aor. 1 Pass., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη the pole rolled to the ground, Il.23.393; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς rolled up, crouching before Achilles' feet, 24.510, cf. A.R.3.281, 1.1034; λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς coiled close up... Od. 9.433; ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθείς Archil.103. II in later Ep., = εἰλύω, wrap up, cover, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς shrouded in them, A.R. 1.254; ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθείς Opp.C.3.418, cf. H.2.89; διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐ. A.R.3.1313.
German (Pape)
[Seite 803] winden, krümmen, nur in dem aor. ἐλύσθην; ῥυμὸς ἐπ ὶ γαῖαν ἐλύσθη, fuhr gegen die Erde, wurde gegen die Erde gebeugt, Il. 23, 393; sonst nur Partic. ἐλυσθείς, gekrümmt, sich krümmend, wälzend; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλ. 24, 510; ὑπὸ γαστέρ' ἐλ., unter den Bauch gekrümmt, geschmiegt, Od. 9, 433; sp. D.; ἔρως ὑπὸ καρδίαν ἐλ, ins Herz geschmiegt, Archil. frg. 69; ἐν ψαμάθοισι καὶ ἐν πηλοῖσιν ἐλ., darin versenkt, versteckt, Opp. C. 3, 418, vgl. Hal. 2, 89; ἐν κτερέεσσιν ἐλ., eingehüllt, Ap. Rh. 1, 254; ὁ δ' ἐν ψαμάθοισιν ἐλυσθείς, hingestreckt, 1, 1034. Vgl. εἰλύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλύω: Ἀττ. ἑλύω, κυλίω (πρβλ. εἰλύω): ― ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄ παθ., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, ἐξεκυλίσθη εἰς τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 393· προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, «εἰλυθεὶς» (Σχόλ.), Ω. 510· λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθείς, συστραφείς, «ζαρώσας», Ὀδ. Ι. 433· ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς Ἀρχίλ. 94. ΙΙ. παρὰ μεταγ. Ἐπ. = εἰλύω, τυλίσσω, περιτυλίσσω, καλύπτω, ἐν κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254· ἐν ψαμάθοισι αὐτόθι 1034· διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐλ. ὁ αὐτ. Γ. 1313. Πρβλ. εἰλύω ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass.
rouler, se rouler.
Étymologie: R. ϜελϜ, rouler ; cf. lat. volvo.
English (Autenrieth)
(ϝελύω), aor. pass. ἐλύσθη, part. ἐλυσθείς: wind, roll up; pass., of a chariot-pole dragging in curves, ‘wiggling,’ along the ground, Il. 23.393; of Priam bent prostrate at the feet of Achilles, Il. 24.510; Odysseus curled up under the belly of the ram, Od. 9.433.
Spanish (DGE)
ἑλύω v. εἰλύω.
Greek Monolingual
ἐλύω και ἑλύω και εἰλύω (Α)
τυλίγω, περιελίσσω, κουλούριάζω.
Greek Monotonic
ἐλύω: Αττ. ἕλύω, κυλώ (πρβλ. εἰλύω)·
I. μόνο σε Παθ. αόρ. αʹ ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, κύλησε στο έδαφος, στο χώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· προπάροιθε ποδῶνἈχιλῆος ἐλυσθείς, κουβαριασμένος, κουλουριασμένος μπροστά στα πόδια του Αχιλλέα, στο ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς, αυτός που ζάρωσε, κουλουριάστηκε, διπλώθηκε κάτω από (την πίεση) της κοιλιάς, του στομαχιού, σε Ομήρ. Οδ.
II. = εἰλύω, τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, περιβάλλω, καλύπτω, σε Απολλ. Ρόδ.