ἐπιάχω: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιάχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επευφημώ]] («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιάχω]] «[[φωνάζω]]»].
|mltxt=[[ἐπιάχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επευφημώ]] («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιάχω]] «[[φωνάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιάχω:''' [ᾰ], [[κραυγάζω]], [[επιδοκιμάζω]], [[επευφημώ]], [[επικροτώ]] [[μετά]] από [[μία]] [[αγόρευση]] ή [[ομιλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[απλώς]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐάχω Medium diacritics: ἐπιάχω Low diacritics: επιάχω Capitals: ΕΠΙΑΧΩ
Transliteration A: epiáchō Transliteration B: epiachō Transliteration C: epiacho Beta Code: e)pia/xw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403.    2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.

German (Pape)

[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπίαχον;
1 pousser des acclamations après (un discours);
2 pousser de grands cris (au sujet de qch).
Étymologie: ἐπί, ἰάχω.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐπίαχον: shout (at), shout (in battle), Il. 7.403, Il. 5.860. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιάχω (Α)
1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. κραυγάζω, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.