ἐπικλινής: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικλινής]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], [[κατηφορικός]] («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτήρια, δέντρα, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το επικλινές</i><br />η [[επικλίνεια]], η [[ροπή]], η [[κλίση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τάση]], [[προδιάθεση]] για [[κάτι]], [[επιρρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικλινώς</i><br />σε επικλινή [[θέση]], [[πλάγια]], γερτά, [[λοξά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικλινής]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], [[κατηφορικός]] («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτήρια, δέντρα, φυτά <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδ. με [[άρθρο]] ως ουσ.) <i>το επικλινές</i><br />η [[επικλίνεια]], η [[ροπή]], η [[κλίση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τάση]], [[προδιάθεση]] για [[κάτι]], [[επιρρεπής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικλινώς</i><br />σε επικλινή [[θέση]], [[πλάγια]], γερτά, [[λοξά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλίνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικλῐνής:''' -ές (ἐπι-[[κλίνω]]), [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, [[κατωφερής]], σε Θουκ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλινής Medium diacritics: ἐπικλινής Low diacritics: επικλινής Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: epiklinḗs Transliteration B: epiklinēs Transliteration C: epiklinis Beta Code: e)piklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr.CP3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312.    2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οικείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. -νῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.

German (Pape)

[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].

Greek Monotonic

ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.