ἐπιτεχνάομαι: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />imaginer en vue de <i>ou</i> contre : τινί [[τι]] imaginer qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τεχνάομαι. | |btext=-ῶμαι;<br />imaginer en vue de <i>ou</i> contre : τινί [[τι]] imaginer qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τεχνάομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιτεχνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[επινοώ]] [[κάτι]] για κάποιον σκοπό ή [[αντιμετωπίζω]] κάποιο έκτακτο [[γεγονός]], [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] [[εναντίον]], <i>τίτινι</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A contrive for a purpose or to meet an emergency, invent, βουλήν Hdt.1.63 ; τοιόνδε ib.123, 2.2, cf. 119, 121. δ' ; πάσας πείρας D.H.4.55. 2 contrive against, ἄλλους ἐπ' ἄλλοις πολέμους Id.6.20, cf. Luc.Bis Acc.1.
German (Pape)
[Seite 991] listig dazu ersinnen, erfinden, List anwenden; ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε Her. 2, 2; βουλὴν σοφωτάτην 1, 63; πρῆγμα οὐκ ὅσιον 2, 119; πάσας πείρας D. Hal. 4, 55; a. S0.; τινί τι, gegen Jem., Luc. bis acc. 1; – ἄλλους ἐπ' ἄλλοις πολέμους, einen Krieg über den andern anzetteln, D. Hal. 6, 20; – ἐπιτεχνητός, künstlich, φῶς Luc. Prom. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεχνάομαι: Ἀποθ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ τι πρός τινα σκοπόν, βουλὴν σοφωτάτην... ἐπιτεχνᾶται Ἡρόδ. 1. 63· ἐπιτεχνήσασθαι τοιόνδε 1. 123· ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε 2. 2, πρβλ. 119. 121, 4. 2) μηχανῶμαι ἐναντίον τινός, ἐῶ λέγειν ὁπόσα ἐπὶ πείρᾳ τῆς μαντικῆς ἐπιτεχνῶνται αὐτῷ Λουκ. Δὶς Κατ. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 446.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
imaginer en vue de ou contre : τινί τι imaginer qch contre qqn.
Étymologie: ἐπί, τεχνάομαι.
Greek Monotonic
ἐπιτεχνάομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., επινοώ κάτι για κάποιον σκοπό ή αντιμετωπίζω κάποιο έκτακτο γεγονός, εφευρίσκω, πλάθω, σε Ηρόδ.
2. μηχανεύομαι κάτι εναντίον, τίτινι, σε Λουκ.