ζαφλεγής: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζαφλεγής]], -ές (Α)<br />(επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> (για άνδρες που βρίσκονται στην [[ακμή]] τους) [[γεμάτος]] [[φλόγα]], [[σφριγηλός]], [[ζωηρός]] («[[ἄλλοτε]] μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για Ίππους) [[γεμάτος]] [[ορμή]] και [[ζωντάνια]], [[ορμητικός]], [[πυρώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που λάμπει πολύ, ο [[λαμπρός]] («ζαφλεγές [[σέλας]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοσμο</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>]. | |mltxt=[[ζαφλεγής]], -ές (Α)<br />(επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> (για άνδρες που βρίσκονται στην [[ακμή]] τους) [[γεμάτος]] [[φλόγα]], [[σφριγηλός]], [[ζωηρός]] («[[ἄλλοτε]] μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για Ίππους) [[γεμάτος]] [[ορμή]] και [[ζωντάνια]], [[ορμητικός]], [[πυρώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που λάμπει πολύ, ο [[λαμπρός]] («ζαφλεγές [[σέλας]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοσμο</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζᾰφλεγής:''' -ές ([[φλέγω]]), αυτός που είναι [[γεμάτος]] [[φλόγα]], [[περιφλεγής]], [[διάπυρος]], [[ορμητικός]], [[εύρωστος]], λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην [[ακμή]] της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, Ep. Adj.
A full of fire, of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν . . ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of fiery horses, h.Hom.8.8. II shining, bright, ἄστρα Orac. ap. Eus.PE3.15; σέλας Nonn.D.2.26.
German (Pape)
[Seite 1136] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von muthigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰφλεγής: -ές, ἐπ. ἐπίθ., περιφλεγής, πλήρης πυρός, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν τῇ ἀκμῇ αὐτῶν, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν..., ἄλλοτε δ’ αὖ φθινύθουσιν ἀκήριοι Ἰλ. Φ. 465 ἐπὶ πυρωδῶν, ὁρμητικῶν ἵππων, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8. ΙΙ. σφόδρα λάμπων, μεγαλοφεγγής, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de feu.
Étymologie: ζα-, φλέγω.
English (Autenrieth)
ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.
Greek Monolingual
ζαφλεγής, -ές (Α)
(επικ. επίθ.)
1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης
3. αυτός που λάμπει πολύ, ο λαμπρός («ζαφλεγές σέλας», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φλεγης (< φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής, πυρι-φλεγής].
Greek Monotonic
ζᾰφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που είναι γεμάτος φλόγα, περιφλεγής, διάπυρος, ορμητικός, εύρωστος, λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ.