θιασεύω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θιασεύω]] (Α) [[θίασος]]<br /><b>1.</b> μυώ σε θίασο<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε βακχικές τελετουργίες<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ θιασεύοντες</i><br />οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών [[προς]] τιμήν του Βάκχου. | |mltxt=[[θιασεύω]] (Α) [[θίασος]]<br /><b>1.</b> μυώ σε θίασο<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε βακχικές τελετουργίες<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ θιασεύοντες</i><br />οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών [[προς]] τιμήν του Βάκχου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θιᾰσεύω:''' [[φέρνω]] στη Βακχική [[συνοδεία]], σε Ευρ.· Παθ., [[ανήκω]] στη Βακχική [[συνοδεία]], [[καθαγιάζω]] μέσω Βακχικών τελετών, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A initiate into the θίασος, Epic.Alex.Adesp. 9i2; ὅς με . . κόραις ἐθιάσευσ' E.Ion552; θ. χοροῖς Id.Ba.379 (lyr.):— Pass., -εύεται ψυχάν ib.75. II celebrate Bacchic rites, Str.12.4.3.
German (Pape)
[Seite 1211] einen feierlichen Aufzug, θίασος halten; χοροῖς, vom Dionysus, Eur. Bacch. 378; ἐθιάσευέν με Μαινάσι Βακχίου, weihte mich in den Thiasus ein, Ion 552. – Med., θιασεύεται ψυχάν, er läßt seine Seele in den Bacchischen Thiasus einweihen, Bacch. 75.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσεύω: φέρω εἰς θίασον ἢ εἰς Βακχικὴν συνοδείαν, ὅς με... κόραις ἐθιάσευσ’ Εὐρ. Ἴωνι 552· οὕτω, θ. χοροῖς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 378. ― Παθ., ἀνήκω εἰς Βακχικὸν θίασον, ἁγιάζομαι διὰ Βακχικῶν τελετῶν ἢ ὀργίων (ἴδε ἁγιστεύω), αὐτόθι 77. ΙΙ. ἑορτάζω Βακχικὰ ὄργια, Στράβων 562.
French (Bailly abrégé)
1 introduire dans un thiase;
2 célébrer un thiase;
Moy. θιασεύομαι se récréer en prenant part à un thiase.
Étymologie: θίασος.
Greek Monolingual
θιασεύω (Α) θίασος
1. μυώ σε θίασο
2. μετέχω σε βακχικές τελετουργίες
3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ θιασεύοντες
οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών προς τιμήν του Βάκχου.
Greek Monotonic
θιᾰσεύω: φέρνω στη Βακχική συνοδεία, σε Ευρ.· Παθ., ανήκω στη Βακχική συνοδεία, καθαγιάζω μέσω Βακχικών τελετών, στον ίδ.