κατοικία: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατοικία]], η (AM [[κατοικία]]) [[κατοικώ]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] [[περίφρακτος]] και στεγασμένος στον οποίο διαμένει [[κάποιος]], το [[οικοδόμημα]] στο οποίο κατοικεί [[κάποιος]], το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], [[τόπος]] διαμονής (α. «έχει την [[κατοικία]] του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[στήνω]] [[κατοικία]]» — εγκαθίσταμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνικό [[σύνολο]], [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[κατοίκηση]], [[διαμονή]] («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικία]] («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων από κάποια [[φυλή]] που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]].
|mltxt=και [[κατοικία]], η (AM [[κατοικία]]) [[κατοικώ]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] [[περίφρακτος]] και στεγασμένος στον οποίο διαμένει [[κάποιος]], το [[οικοδόμημα]] στο οποίο κατοικεί [[κάποιος]], το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], [[τόπος]] διαμονής (α. «έχει την [[κατοικία]] του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[στήνω]] [[κατοικία]]» — εγκαθίσταμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνικό [[σύνολο]], [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[κατοίκηση]], [[διαμονή]] («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικία]] («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων από κάποια [[φυλή]] που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατοικία:''' ἡ, [[τόπος]] διαμονής, [[αποικία]]· [[ίδρυση]] αποικίας, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικία Medium diacritics: κατοικία Low diacritics: κατοικία Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: katoikía Transliteration B: katoikia Transliteration C: katoikia Beta Code: katoiki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling-place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.).    2 settlement, colony, Str.5.4.11; esp. of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47.    3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
établissement d’une colonie ; colonie.
Étymologie: κατά, οἰκία.

English (Strong)

residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.

English (Thayer)

κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.

Greek Monotonic

κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.