λοβός: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λοβός]], Μ και λόβος)<br /><b>1.</b> το σαρκώδες [[κάτω]] [[μέρος]] του αφτιού («ευτρήτοισι λοβοῑσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> υποστρόγγυλο και προεξέχον [[τμήμα]] ενός λοβωτού οργάνου (α. «[[λοβός]] του εγκεφάλου» β. «[[λοβός]] του πνεύμονα» γ. «[[λοβός]] του [[ήπατος]]»)<br /><b>3.</b> [[τύπος]] ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. [[χέδρωπας]], κν. [[λουβί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[τόξο]] βυζαντινού ή γοτθικού ρυθμού<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρομαγν.)</b> [[τμήμα]] του διαγράμματος ακτινοβολίας κατευθυντικής κεραίας στο οποίο εμφανίζεται αυξημένη η [[ισχύς]] του εκπεμπόμενου ή λαμβανόμενου σήματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ζωολ.</b> α) «[[κεφαλικός]] [[λοβός]]» — [[προεξοχή]] που βρίσκεται στην πρόσθια [[περιοχή]] του μετώπου σε ορισμένες αράχνες<br />β) «[[οπτικός]] [[λοβός]]» — πλάγιες προεξοχές του θώρακα ορισμένων εντόμων οι οποίες προεκτείνονται [[προς]] τα μάτια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ξύλινος]] [[δακτύλιος]], [[απλός]] ή με ισχυρό τρόχιλο, που χρησιμεύει για την [[ένταση]] και τη συστέωση αγομένων της εξαρτίας, κν. [[μπιγότα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άκρο]] του [[ήπατος]] ή και [[ολόκληρο]] το [[ήπαρ]]<br /><b>2.</b> πνεύμονας<br /><b>3.</b> το [[λευκό]] [[μέρος]] τών πετάλων τών ρόδων, αλλ. όνυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμ. <i>lob</i>- της ΙΕ ρ. <i>l</i><i>ē</i><i>b</i>- «[[κρεμάω]] [[χαλαρά]]» και «[[χείλος]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>loeppa</i> «[[άκρον]], [[κορυφή]]» και <i>ē</i><i>arloeppa</i> «ο [[λοβός]] του αφτιού», [[μέσο]] γερμ. <i>ō</i><i>r</i>-<i>lepel</i> «[[λοβός]] αφτιού» και λατ. <i>lăb</i><i>ā</i><i>re</i> «[[γλιστρώ]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αν η [[σημασία]] του [[λοβός]] «[[κέλυφος]], [[περίβλημα]] καρπού» [[είναι]] η αρχική, ο τ. μπορεί να συνδεθεί με λατ. <i>leg</i><i>ū</i><i>men</i> «όσπριο» και [[είτε]] πρόκειται για παράλληλα δάνεια, [[είτε]] ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leg</i><sup>w</sup>(<b>[[πρβλ]].</b> [[λεβηρίς]] <i>, [i]λέβινθον</i>). Ίσως, τελικά, δύο διαφορετικές στην [[προέλευση]] τους λέξεις, μια τον λοβό του αφτιού και μια [[άλλη]] για το [[περίβλημα]] τών καρπών, να συγχωνεύθηκαν στην Ελληνική στην [[ίδια]] λ.]. | |mltxt=ο (AM [[λοβός]], Μ και λόβος)<br /><b>1.</b> το σαρκώδες [[κάτω]] [[μέρος]] του αφτιού («ευτρήτοισι λοβοῑσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> υποστρόγγυλο και προεξέχον [[τμήμα]] ενός λοβωτού οργάνου (α. «[[λοβός]] του εγκεφάλου» β. «[[λοβός]] του πνεύμονα» γ. «[[λοβός]] του [[ήπατος]]»)<br /><b>3.</b> [[τύπος]] ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. [[χέδρωπας]], κν. [[λουβί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[τόξο]] βυζαντινού ή γοτθικού ρυθμού<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρομαγν.)</b> [[τμήμα]] του διαγράμματος ακτινοβολίας κατευθυντικής κεραίας στο οποίο εμφανίζεται αυξημένη η [[ισχύς]] του εκπεμπόμενου ή λαμβανόμενου σήματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ζωολ.</b> α) «[[κεφαλικός]] [[λοβός]]» — [[προεξοχή]] που βρίσκεται στην πρόσθια [[περιοχή]] του μετώπου σε ορισμένες αράχνες<br />β) «[[οπτικός]] [[λοβός]]» — πλάγιες προεξοχές του θώρακα ορισμένων εντόμων οι οποίες προεκτείνονται [[προς]] τα μάτια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ξύλινος]] [[δακτύλιος]], [[απλός]] ή με ισχυρό τρόχιλο, που χρησιμεύει για την [[ένταση]] και τη συστέωση αγομένων της εξαρτίας, κν. [[μπιγότα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άκρο]] του [[ήπατος]] ή και [[ολόκληρο]] το [[ήπαρ]]<br /><b>2.</b> πνεύμονας<br /><b>3.</b> το [[λευκό]] [[μέρος]] τών πετάλων τών ρόδων, αλλ. όνυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμ. <i>lob</i>- της ΙΕ ρ. <i>l</i><i>ē</i><i>b</i>- «[[κρεμάω]] [[χαλαρά]]» και «[[χείλος]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>loeppa</i> «[[άκρον]], [[κορυφή]]» και <i>ē</i><i>arloeppa</i> «ο [[λοβός]] του αφτιού», [[μέσο]] γερμ. <i>ō</i><i>r</i>-<i>lepel</i> «[[λοβός]] αφτιού» και λατ. <i>lăb</i><i>ā</i><i>re</i> «[[γλιστρώ]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αν η [[σημασία]] του [[λοβός]] «[[κέλυφος]], [[περίβλημα]] καρπού» [[είναι]] η αρχική, ο τ. μπορεί να συνδεθεί με λατ. <i>leg</i><i>ū</i><i>men</i> «όσπριο» και [[είτε]] πρόκειται για παράλληλα δάνεια, [[είτε]] ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leg</i><sup>w</sup>(<b>[[πρβλ]].</b> [[λεβηρίς]] <i>, [i]λέβινθον</i>). Ίσως, τελικά, δύο διαφορετικές στην [[προέλευση]] τους λέξεις, μια τον λοβό του αφτιού και μια [[άλλη]] για το [[περίβλημα]] τών καρπών, να συγχωνεύθηκαν στην Ελληνική στην [[ίδια]] λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοβός:''' -οῦ, ὁ ([[λέπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λοβός]], το κατώτερο [[μέρος]] του αυτιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λοβός]] του συκωτιού, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, [[συκώτι]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A lobe of the ear, ἐΰτρητοι (for wearing ear-rings) λ. Il.14.182, cf. h.Hom.6.8, Hp.Prog.2, Arist. HA492a16; ἄκροι λ. Lyc.1401. 2 lobe of the liver, to which special attention was paid in divination, A.Pr.495, E.El.827, Pl.Ti.71c, Euphro 7: generally, liver, A.Eu.159 (lyr.). 3 lobe of the lung, Gal.UP6.4, al.; of the whole lung, Hp.Loc.Hom.14. II capsule or pod of leguminous plants (cf. ἔλλοβος), Thphr.HP1.11.2, etc.; esp. of φασίολοι or δόλιχοι, because they were eaten pod and all, Gal.6.557, Jul.Or.5.175c. 2 in rose leaves, the white part, elsewh. ὄνυξ, Gal.12.748.
Greek (Liddell-Scott)
λοβός: -οῦ, ὁ, (λέπω) ὁ λοβός, τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὠτός, ἐΰτρητοι (ὅπως φέρωσιν ἐνώτια) λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 5. 8, Ἱππ. Προγν. 36, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ἄκροι λ. Λυκόφρ. 1401. 2) ὁ λοβὸς τοῦ ἥπατος, εἰς ὅν ἰδιαιτέραν προσοχὴν ἔδιδον κατὰ τὴν μαντείαν, Αἰσχύλ. Πρ. 495, Εὐρ. Ἠλ. 827, Πλάτ. Τίμ. 71C· καθόλου, τὸ ἧπαρ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 158. ΙΙ. τὸ κέλυφος τῶν ὀσπρίων (ἅτινα ἐκ τούτου καλοῦνται ἔλοβα), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, κτλ.· ἐκ τούτων οἱ φασίολοι ἢ δόλιχοι, ἐκαλοῦντο ἁπλῶς λοβοί, ἐπειδὴ ἐτρώγοντο μετὰ τοῦ κελύφους αὐτῶν, Γαλην., κτλ. 2) ἐν τοῖς πετάλοις τῶν ῥόδων τὸ λευκὸν μέρος, ἀλλαχοῦ καλούμενον ὄνυξ, ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lobe, particul.
1 bout de l’oreille;
2 lobe du foie ; foie.
Étymologie: R. Λεπ, peler, ou Λαβ, prendre.
English (Autenrieth)
lobe of the ear, pl. Il. 14.182†.
Greek Monolingual
ο (AM λοβός, Μ και λόβος)
1. το σαρκώδες κάτω μέρος του αφτιού («ευτρήτοισι λοβοῑσιν», Ομ. Ιλ.)
2. ανατ. υποστρόγγυλο και προεξέχον τμήμα ενός λοβωτού οργάνου (α. «λοβός του εγκεφάλου» β. «λοβός του πνεύμονα» γ. «λοβός του ήπατος»)
3. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. χέδρωπας, κν. λουβί
νεοελλ.
1. μικρό τόξο βυζαντινού ή γοτθικού ρυθμού
2. (ηλεκτρομαγν.) τμήμα του διαγράμματος ακτινοβολίας κατευθυντικής κεραίας στο οποίο εμφανίζεται αυξημένη η ισχύς του εκπεμπόμενου ή λαμβανόμενου σήματος
3. φρ. ζωολ. α) «κεφαλικός λοβός» — προεξοχή που βρίσκεται στην πρόσθια περιοχή του μετώπου σε ορισμένες αράχνες
β) «οπτικός λοβός» — πλάγιες προεξοχές του θώρακα ορισμένων εντόμων οι οποίες προεκτείνονται προς τα μάτια
νεοελλ.-μσν.
ξύλινος δακτύλιος, απλός ή με ισχυρό τρόχιλο, που χρησιμεύει για την ένταση και τη συστέωση αγομένων της εξαρτίας, κν. μπιγότα
αρχ.
1. το άκρο του ήπατος ή και ολόκληρο το ήπαρ
2. πνεύμονας
3. το λευκό μέρος τών πετάλων τών ρόδων, αλλ. όνυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμ. lob- της ΙΕ ρ. lēb- «κρεμάω χαλαρά» και «χείλος» και συνδέεται με αγγλοσαξ. loeppa «άκρον, κορυφή» και ēarloeppa «ο λοβός του αφτιού», μέσο γερμ. ōr-lepel «λοβός αφτιού» και λατ. lăbāre «γλιστρώ». Κατ' άλλη άποψη, αν η σημασία του λοβός «κέλυφος, περίβλημα καρπού» είναι η αρχική, ο τ. μπορεί να συνδεθεί με λατ. legūmen «όσπριο» και είτε πρόκειται για παράλληλα δάνεια, είτε ανάγονται σε ΙΕ ρίζα legw(πρβλ. λεβηρίς , [i]λέβινθον). Ίσως, τελικά, δύο διαφορετικές στην προέλευση τους λέξεις, μια τον λοβό του αφτιού και μια άλλη για το περίβλημα τών καρπών, να συγχωνεύθηκαν στην Ελληνική στην ίδια λ.].
Greek Monotonic
λοβός: -οῦ, ὁ (λέπω)·
1. λοβός, το κατώτερο μέρος του αυτιού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λοβός του συκωτιού, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, συκώτι, σε Αισχύλ.