λωποδύτης: Difference between revisions

From LSJ

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α [[λωποδύτης]])<br />[[επιτήδειος]] και [[πανούργος]] [[κλέφτης]], [[κυρίως]] αντικειμένων («[[κάποιος]] [[λωποδύτης]] θα σού πήρε το [[πορτοφόλι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έκλεβε ενδύματα, [[ιδίως]] λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών [[πράξη]] που, [[κατά]] το [[αττικό]] [[δίκαιο]], αποτελούσε διακεκριμένη [[περίπτωση]] κλοπής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («[[λωποδύτης]] ἀλλοτρίων ἐπέων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώπη]] «[[περίβλημα]], [[επενδύτης]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i> «[[βυθίζω]], [[βουτώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμο</i>-[[δύτης]], <i>τρωγλο</i>-[[δύτης]].
|mltxt=ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α [[λωποδύτης]])<br />[[επιτήδειος]] και [[πανούργος]] [[κλέφτης]], [[κυρίως]] αντικειμένων («[[κάποιος]] [[λωποδύτης]] θα σού πήρε το [[πορτοφόλι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έκλεβε ενδύματα, [[ιδίως]] λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών [[πράξη]] που, [[κατά]] το [[αττικό]] [[δίκαιο]], αποτελούσε διακεκριμένη [[περίπτωση]] κλοπής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («[[λωποδύτης]] ἀλλοτρίων ἐπέων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώπη]] «[[περίβλημα]], [[επενδύτης]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i> «[[βυθίζω]], [[βουτώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμμο</i>-[[δύτης]], <i>τρωγλο</i>-[[δύτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λωποδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[λῶπος]], [[δύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που γλιστράει μέσα στα ρούχα κάποιου άλλου, [[κλέφτης]] ενδυμάτων, [[κυρίως]] αυτός που κλέβει τα ρούχα λουομένων ή απογυμνώνει διαβάτες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κλέφτης]], [[ληστής]], σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδύτης Medium diacritics: λωποδύτης Low diacritics: λωποδύτης Capitals: ΛΩΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: lōpodýtēs Transliteration B: lōpodytēs Transliteration C: lopodytis Beta Code: lwpodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A clothes-stealer, esp. one who steals of bathers, or strips travellers, S.Epigr.4.    II generally, thief, robber, footpad, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin.206, Ar.Av.497, Ra.772, Lys.10.10, Phld.Rh.2.144 S., etc.; λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι D.4.47; λ. ἀλλοτρίων ἐπέων plagiarist, AP11.130 (Poll.), cf. Arr.Epict.2.19.28.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (λῶπος, δύω), ὁ τὰ ἱμάτια ἀποδύων, ὁ ἐνδεδυμένον ἀποδύων, κυρίως ὁ κλέπτων τὰ ἱμάτια τῶν λουομένων ἢ ἀπογυμνώνων τοὺς διαβάτας, Σοφ. Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 604F, Α. Β. 176, πρβλ. λωποδυτέω. ΙΙ. καθόλου, κλέπτης, λῃστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 772, Ὄρν. 497, Ἀντιφῶν 130. 19, Λυσ. 117. 7, κτλ.˙ λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι Δημ. 53˙ ἐν τέλ.˙ ἀλλοτρίων λ. ἐπέων, ὁ κλέπτων ἢ ἰδιοποιούμενος ξένας ἐκφράσεις καὶ ἰδέας, Ἀνθ. Π. 11. 130, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur, pillard.
Étymologie: λῶπος, δύομαι.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης)
επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι»)
αρχ.
1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών πράξη που, κατά το αττικό δίκαιο, αποτελούσε διακεκριμένη περίπτωση κλοπής
2. μτφ. αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («λωποδύτης ἀλλοτρίων ἐπέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «περίβλημα, επενδύτης» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αμμο-δύτης, τρωγλο-δύτης.

Greek Monotonic

λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ (λῶπος, δύω
I. κάποιος που γλιστράει μέσα στα ρούχα κάποιου άλλου, κλέφτης ενδυμάτων, κυρίως αυτός που κλέβει τα ρούχα λουομένων ή απογυμνώνει διαβάτες, σε Σοφ.
II. γενικά, κλέφτης, ληστής, σε Αριστοφ., Δημ.