μέλλησις: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέλλησις]], ἡ (Α) [[μέλλω]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προπαρασκευή]], [[ιδίως]] πολεμική, [[εξοπλισμός]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]] που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρονοτριβή]] στην [[επιτέλεση]] ενός έργου, [[αδράνεια]] («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾱς δεινῶν», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[μέλλησις]], ἡ (Α) [[μέλλω]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προπαρασκευή]], [[ιδίως]] πολεμική, [[εξοπλισμός]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]] που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρονοτριβή]] στην [[επιτέλεση]] ενός έργου, [[αδράνεια]] («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾱς δεινῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέλλησις:''' ἡ ([[μέλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική [[έννοια]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πρόθεση]] να γίνει [[κάτι]], που όμως δεν υλοποιήθηκε, [[αναβολή]], [[καθυστέρηση]], στον ίδ.· <i>διὰ βραχείας μελλήσεως</i>, σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αναβολή]], [[καθυστέρηση]] στην [[εκτέλεση]] κάποιας πράξης, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλησις Medium diacritics: μέλλησις Low diacritics: μέλλησις Capitals: ΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: méllēsis Transliteration B: mellēsis Transliteration C: mellisis Beta Code: me/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A being about to do, threatening to do, Th.1.69, 4.126, al.; opp. ὁρμή, Arist.Rh.1393a4.    II unfulfilled thought or intention, delay, Th.5.116, Pl.Lg.723d; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Th.5.66; μελλήσει οὐδεμιᾷ Procop.Pers.1.25.    2 c. gen. rei, putting off, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Th. 3.12.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, das Zögern, Zaudern; Thuc. 1, 69; καὶ ὄκνος, 7, 49; auch die Erwartung, 4, 126; μηκέτι διατριβὴν πλείω τῆς μελλήσεως ποιώμεθα, Plat. Legg. IV, 723 d; Folgde; – διὰ βραχείας μελλήσεως, nach kurzer Zwischenzeit, Thuc. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλησις: ἡ, (μέλλω) βραδύτης, ἀδράνεια, χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. σκέψις μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, ἀργοπορία, βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 attente;
2 action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;
3 pensée ou résolution qui n’aboutit pas.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μέλλησις, ἡ (Α) μέλλω
1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός
2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.)
3. χρονοτριβή στην επιτέλεση ενός έργου, αδράνεια («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾱς δεινῶν», Θουκ.).

Greek Monotonic

μέλλησις: ἡ (μέλλω
I. αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική έννοια), σε Θουκ.
II. 1. πρόθεση να γίνει κάτι, που όμως δεν υλοποιήθηκε, αναβολή, καθυστέρηση, στον ίδ.· διὰ βραχείας μελλήσεως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στον ίδ.
2. με γεν. πράγμ., αναβολή, καθυστέρηση στην εκτέλεση κάποιας πράξης, σε Θουκ.