μήνη: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μήνη]] και [[μάνη]])<br />η [[σελήνη]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, [[καθώς]] και το γεωμετρικό δρεπανοειδές [[σχήμα]] που παίρνει αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] αυτών τών ημερών, αλλ. [[μηνίσκος]] («τοῡ δ' [[ἀπάνευθε]] [[σέλας]] γένετ' [[ἠύτε]] μήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος [[βούλλα]] στο [[μέτωπο]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[οχύρωμα]] που έχει μηνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σχηματισμός]] που στο [[μικροσκόπιο]] έχει την [[εμφάνιση]] ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήνη</i><br />[[προσωνυμία]] θεάς<br /><b>2.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>.
|mltxt=η (Α [[μήνη]] και [[μάνη]])<br />η [[σελήνη]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, [[καθώς]] και το γεωμετρικό δρεπανοειδές [[σχήμα]] που παίρνει αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] αυτών τών ημερών, αλλ. [[μηνίσκος]] («τοῡ δ' [[ἀπάνευθε]] [[σέλας]] γένετ' [[ἠύτε]] μήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος [[βούλλα]] στο [[μέτωπο]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[οχύρωμα]] που έχει μηνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σχηματισμός]] που στο [[μικροσκόπιο]] έχει την [[εμφάνιση]] ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήνη</i><br />[[προσωνυμία]] θεάς<br /><b>2.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήνη:''' ἡ ([[μήν]]), [[φεγγάρι]], [[Σελήνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνη Medium diacritics: μήνη Low diacritics: μήνη Capitals: ΜΗΝΗ
Transliteration A: mḗnē Transliteration B: mēnē Transliteration C: mini Beta Code: mh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A moon, Il.19.374, Emp.42.3, A.Pr.797, E.Fr.1009: rare in Prose, Pythag. ap. Iamb.Protr.21.ιζ'; as a goddess, h.Hom.32.1, Pi.O.3.20.    II f.l. in Ar.Av.1115; cf. μείς 1.3 b.    III Alch., silver, Ps.-Democr.p.48 B.

German (Pape)

[Seite 174] ἡ, der Mond; σέλας ἠΰτε μήνης, Il. 19, 374. 23, 455; Pind. Ol. 3, 21, personificirt; ἡ νυκτερὸς μήνη, Aesch. Prom. 799; Hermesian. bei Ath. XIII, 597 v. 15. – Bei Ar. Av. 1115 = μηνίσκος 2).

Greek (Liddell-Scott)

μήνη: ἡ, σελήνη, Ἰλ. Τ. 374, Αἰσχύλ. Πρ. 797, Εὐρ. Ἀποσπ. 997· ὡσαύτως ὡς θεά, Ὁμ. Ὕμν. 32, Πινδ. Ο. 3. 36. ΙΙ. = μηνίσκος ΙΙ, 1, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1115. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μήν).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la lune.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μήν².

English (Autenrieth)

moon, Il. 23.455 and Il. 19.374.

Greek Monolingual

η (Α μήνη και μάνη)
η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ' ἀπάνευθε σέλας γένετ' ἠύτε μήνης», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος βούλλα στο μέτωπο τών αλόγων
2. στρατιωτικό οχύρωμα που έχει μηνοειδές σχήμα
3. ιατρ. σχηματισμός που στο μικροσκόπιο έχει την εμφάνιση ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Μήνη
προσωνυμία θεάς
2. (στην αλχημεία) άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», κατά τα θηλ. σε -η.

Greek Monotonic

μήνη: ἡ (μήν), φεγγάρι, Σελήνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.