μῆτις: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(SL_2)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=(μῆτιν, -ιος; -ίεσσι.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[counsel]] of [[prophetic]] [[utterance]]. πυκινὰν μῆτιν κλύοντες (P. 4.58) ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) τὸν δὲ [[Κένταυρος]] ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.38) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[imagination]], [[ingenuity]] μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ' ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν (O. 13.50) (ἀοιδάν), [[τᾶς]] ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς [[ἄπο]] (N. 3.9) μῆτιν δ' [[ἀλώπηξ]] (sc. ἦν Μέλισσος, sc. in [[wrestling]]) (I. 4.47) pl., ὁ [[πολύφατος]] [[ὕμνος]] ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι (O. 1.9)
|sltr=(μῆτιν, -ιος; -ίεσσι.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[counsel]] of [[prophetic]] [[utterance]]. πυκινὰν μῆτιν κλύοντες (P. 4.58) ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) τὸν δὲ [[Κένταυρος]] ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.38) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[imagination]], [[ingenuity]] μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ' ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν (O. 13.50) (ἀοιδάν), [[τᾶς]] ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς [[ἄπο]] (N. 3.9) μῆτιν δ' [[ἀλώπηξ]] (sc. ἦν Μέλισσος, sc. in [[wrestling]]) (I. 4.47) pl., ὁ [[πολύφατος]] [[ὕμνος]] ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι (O. 1.9)
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῆτις:''' ἡ (*μάω), γεν. <i>-ιος</i>, Αττ. <i>-ιδος</i>, δοτ. <i>μήτιδι</i>, Επικ. μήτῑ αντί <i>μήτιι</i>, πληθ. <i>μητίεσσι</i>· αιτ. <i>μῆτιν</i>·<br /><b class="num">I.</b> η συμβουλευτική [[ικανότητα]], [[σοφία]], [[συμβουλή]], [[πανουργία]], [[δόλος]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· μῆτιν [[ἀλώπηξ]], [[αλεπού]] ως προς την [[πανουργία]], σε Πίνδ.· λέγεται για το [[ταλέντο]] ή την [[τέχνη]] ενός ποιητή, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πληροφορία]], [[συμβουλή]], [[σχέδιο]], [[επιχείρηση]], <i>μῆτιν ὑφαίνειν</i>, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆτις Medium diacritics: μῆτις Low diacritics: μήτις Capitals: ΜΗΤΙΣ
Transliteration A: mē̂tis Transliteration B: mētis Transliteration C: mitis Beta Code: mh=tis

English (LSJ)

ἡ, gen. ιος Pi.N.3.9; acc. pl.

   A μήτιας h.Ven.249; also gen. ιδος A.Supp.61 (lyr.); acc. pl. ιδας Id.Ch.626 (lyr.); dat. μήτιδι Orac. ap.Hdt.7.141; Ep. μήτῑ for μήτιϊ, Hom. (v. infr.); pl. μητίεσσι Pi. O.1.9; acc. μῆτιν Il.2.407, S.Ant.158 (lyr.):—wisdom, skill, craft, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντος (cf. μητίετα) Il.l.c., al.; βροτείη μ. Emp.2.9; τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ μῆτιν, ὅπᾳ φύγοιμ' ἄν A.Pr.906 (lyr.); μήτι . . καὶ κέρδεσιν Od.13.299; μήτι . . μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφι Il.23.315; μῆτιν ἀλώπηξ a fox for craft, Pi.I.4(3).47; of a poet's craft, Id.N.l.c.    II counsel, plan, undertaking, ὑφαίνειν μῆτιν Il.7.324, cf. Od.4.678, etc.: pl., σοφῶν μητίεσσι Pi.O.l.c.; γυναικοβούλους μήτιδας A.Ch.l.c.— Poet. word. (Cf. Skt. mimāti, pf. part. Pass.mitá- 'measure', Lat. metior, OE. mæþ 'measure'.)

German (Pape)

[Seite 179] ιος, att. ιδος, ἡ, dat. ep. μήτι, acc. μῆτιν, Klugheit, Einsicht, Verstand; Διῒ μῆτιν ἀτάλαντον, an Klugheit, Il. 2, 169, öfter; μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν, 23, 315; Od. 23, 125; μῆτιν ἀλώπηξ, Pind. I. 3, 65. – Bes. kluger Rath, Rathschluß, Anschlag; φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην, Il. 17, 634; εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, 10, 19; ὑφαίνειν, 7, 324 u. öfter; neben νόος, 15, 509; ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθεν, Od. 3, 18; ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις, Pind. P. 4, 262; σοφῶν μητίεσσι, Ol. 1, 9; γυναικοβούλους τε μήτιδας φρενῶν, Aesch. Ch. 617; Suppl. 949; τίνα δὴ μῆτιν ἐρέσσων, welchen Entschluß fassend, hegend, Soph. Ant. 159; einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μῆτις: ἡ, γεν. ιος, Ἀττ. ιδος Αἰσχύλ. Χο. 626, Ἱκέτ. 61· δοτ. μήτιδι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Ἐπικ. μήτῑ ἀντὶ μήτιι, Ὅμ., πληθ. μητίεσσι Πινδ. Ο. 1. 15· αἰτ. μῆτιν Ὅμ., Σοφ. Ἀντ. 158· (ἴδε ἐν λ. *μάω). Ἡ ἱκανότης περὶ τὸ συμβουλεύειν, σοφία, σύνεσις, εὐφυΐα, πανουργία, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον (πρβλ. μητίετα) Ἰλ. Β. 407, κτλ.· οὕτω, Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ μῆτιν, ὅπᾳ φύγοιμ’ ἂν Αἰσχύλ. Πρ. 905· μήτι..., καὶ κέρδεσιν Ὀδ. Ν. 299· μήτι... μέγ’ ἀμείνων ἠὲ βίηφιν Ἰλ. Ψ. 315· μῆτιν ἀλώπηξ. ἀλώπηξ κατὰ τὴν πανουργίαν, Πινδ. Ι. 4. 79 (3. 65)· - ἐπὶ τῆς ἱκανότητος ἢ εὐφυΐας ποιητοῦ, τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἀμᾶς ἄπο, «ταύτης οὖν τῆς ᾠδῆς, ὦ μοῦσα, ἀφθονίαν δίδου ἀπὸ τῆς ἐμῆς διανοίας» (Σχόλ.) ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 15. ΙΙ. συμβουλή, γνώμη, σχέδιον, ἐπιχείρησις, Ὅμ., κτλ.· μῆτιν ὑφαίνειν Ἰλ. Η. 324, Ὀδ. Δ. 678, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., σοφῶν μητίεσσι Πινδ. Π. 4. 15· γυναικοβούλους μήτιδας Αἰσχύλ. Χο. 626· πρβλ. μῆδος. ΙΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. ὄνομ., ἡ πρώτη γυνὴ τοῦ Διός, μήτηρ δὲ τῆς Ἀθηνᾶς, Ζεὺς δὲ θεῶν βασιλεὺς πρώτην ἄλοχον θέτο Μῆτιν, πλεῖστα θεῶν τε ἰδυῖαν ἰδὲ θνητῶν ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 886. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ Πινδ., Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. - Καθ’ Ἡσύχ. «μῆτις· σύνεσις. βουλή. τέχνη. γνώμη, δόλος. ἀπάτη. καὶ ἡ θεός».

French (Bailly abrégé)

ιος ou ιδος (ἡ) :
1 sagesse, prudence;
2 en mauv. part ruse, artifice, perfidie.
Étymologie: R. Ma, penser ; cf. μιμνῄσκω, lat. mens.

English (Autenrieth)

ιος, dat. μήτῖ: counsel, wis- dom, Il. 2.169, Od. 23.125; concretely, plan, device, μῆτιν ὑφαίνειν, τεκταίνεσθαι, Η 32, Od. 4.678.

English (Slater)

(μῆτιν, -ιος; -ίεσσι.)
   a counsel of prophetic utterance. πυκινὰν μῆτιν κλύοντες (P. 4.58) ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.38)
   b imagination, ingenuity μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ' ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν (O. 13.50) (ἀοιδάν), τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο (N. 3.9) μῆτιν δ' ἀλώπηξ (sc. ἦν Μέλισσος, sc. in wrestling) (I. 4.47) pl., ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι (O. 1.9)

Greek Monotonic

μῆτις: ἡ (*μάω), γεν. -ιος, Αττ. -ιδος, δοτ. μήτιδι, Επικ. μήτῑ αντί μήτιι, πληθ. μητίεσσι· αιτ. μῆτιν·
I. η συμβουλευτική ικανότητα, σοφία, συμβουλή, πανουργία, δόλος, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μῆτιν ἀλώπηξ, αλεπού ως προς την πανουργία, σε Πίνδ.· λέγεται για το ταλέντο ή την τέχνη ενός ποιητή, στον ίδ.
II. πληροφορία, συμβουλή, σχέδιο, επιχείρηση, μῆτιν ὑφαίνειν, σε Όμηρ.