μυρίκη: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μυρικιά, η (ΑΜ [[μυρίκη]], Μ και [[μυρίχη]])<br />[[θάμνος]] [[ρητινοφόρος]], [[τύπος]] της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και [[κοντά]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Εβραϊκή (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>m</i><i>ā</i><i>rar</i> «[[είμαι]] [[πικρός]]») και η [[σύνδεση]] της με [[μυρσίνη]], [[μύρτος]] και [[μύρρα]] θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την [[κατάληξη]] -<i>ίκη</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑλίκη]], [[ἀδίκη]]) [[κατά]] τον τύπο του λατ. <i>tamarix</i> «[[μυρίκη]]». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη [[μορφή]] <i>myrice</i>]. | |mltxt=και μυρικιά, η (ΑΜ [[μυρίκη]], Μ και [[μυρίχη]])<br />[[θάμνος]] [[ρητινοφόρος]], [[τύπος]] της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και [[κοντά]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Εβραϊκή (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>m</i><i>ā</i><i>rar</i> «[[είμαι]] [[πικρός]]») και η [[σύνδεση]] της με [[μυρσίνη]], [[μύρτος]] και [[μύρρα]] θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την [[κατάληξη]] -<i>ίκη</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑλίκη]], [[ἀδίκη]]) [[κατά]] τον τύπο του λατ. <i>tamarix</i> «[[μυρίκη]]». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη [[μορφή]] <i>myrice</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠρίκη:''' [ῑ], ἡ, Λατ. myrīca, [[θάμνος]] που [[κυρίως]] ευδοκιμεί σε βαλτώδες [[έδαφος]] και κοντά στη [[θάλασσα]], [[αρμυρίκι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[on the quantity v. infr.], ἡ,
A tamarisk (in Greece, Tamarix tetrandra; in Egypt, Tamarix articulata), θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Il. 10.466; μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους ib.467; δόρυ . . κεκλιμένον μυρίκῃσιν 21.18, cf. h.Merc.81, Nic.Th.612; but πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Il.21.350, cf. Theoc.1.13, 5.101, and Lat. myrīca; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Hdt.2.96; μυρίκης κλῶνα Alc.119: pl., PCair.Zen.383.16 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 219] ἡ, die Tamariske, ein strauchartiges Gewächs, bes. in sumpfigen Gegenden häufig; μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους Il. 10, 467; δόρυ κεκλιμένον μυρίκῃσιν, 21, 18. 350; Folgde; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Her. 2, 69; Theophr. u. Diosc.[Ι auch kurz gebraucht, Il. 10, 466. 21, 18 H. h. Merc. 81.]
Greek (Liddell-Scott)
μῠρίκη: ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος τις κυρίως ἀκμάζων ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ πλησίον τῆς θαλάσσης, κοινῶς «μυστικιὰ» καὶ «ἁρμυρίκη», θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Ἰλ. Κ. 466 μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους αὐτόθι 467· δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ’ ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσι, προσερηρεισμένον ταῖς μυρίκαις, Φ. 18, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 81. ἀλλά, πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Ἰλ. Φ. 350· καὶ ἡ ποσότης αὕτη ἰσχύει παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς καὶ ἐν τῇ Λατ.· ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Ἡρόδ. 2. 96· - ἐντεῦθεν, μῠρῐκαῖος Ἀπόλλων Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρίκη· εἶδος δένδρου, ὀνομασθὲν ἀπὸ τοῦ μύρεσθαι τὴν εἰς αὐτὸ μεταβαλοῦσαν κατὰ τοὺς μύθους, τὴν Κινύρου θυγατέρα»· προσέτι, «μυρίκη· δυσώδης» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tamaris, arbuste, en gén. bruyère, arbrisseau croissant dans des landes.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη)
θάμνος ρητινοφόρος, τύπος της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και κοντά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από την Εβραϊκή (πρβλ. εβρ. mārar «είμαι πικρός») και η σύνδεση της με μυρσίνη, μύρτος και μύρρα θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την κατάληξη -ίκη (πρβλ. ἑλίκη, ἀδίκη) κατά τον τύπο του λατ. tamarix «μυρίκη». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη μορφή myrice].
Greek Monotonic
μῠρίκη: [ῑ], ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος που κυρίως ευδοκιμεί σε βαλτώδες έδαφος και κοντά στη θάλασσα, αρμυρίκι, σε Ομήρ. Ιλ.