οἰκοδομία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοδομία]], ἡ (Α) [[[οικοδόμος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμηση]] («καὶ δήλη ἡ [[οἰκοδομία]]... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]].
|mltxt=[[οἰκοδομία]], ἡ (Α) [[[οικοδόμος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμηση]] («καὶ δήλη ἡ [[οἰκοδομία]]... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδομία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> = [[οἰκοδόμησις]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κτίριο]], [[οικοδομή]], [[οικοδόμημα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομία Medium diacritics: οἰκοδομία Low diacritics: οικοδομία Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΙΑ
Transliteration A: oikodomía Transliteration B: oikodomia Transliteration C: oikodomia Beta Code: oi)kodomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = -δόμησις 1, IG12.338.15 (prob.), Democr.154, Th. 1.93, Pl.Lg.804c, PHal.1.181 (iii B. C.).    II building, edifice, Th. 2.65 (pl.), Pl.Lg.758e, 759a, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομία: ἡ, = οἰκοδόμησις, Θουκ. 1. 93., 2. 65, Πλάτ. Νόμ. 804C, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 974Α, πρβλ. Poppo εἰς Θουκ. 1, σ. 243. ΙΙ. οἰκοδόμημα, Πλάτ. Νόμ. 758Ε, 759Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. οἰκοδόμησις.

English (Strong)

from the same as οἰκοδομή; confirmation: edifying.

English (Thayer)

ὀικοδομιας, ἡ (οἰκοδομέω) (the act of) buliding, erection (Thucydides, Plato, Polybius, Plutarch, Lucian, etc.; but never in the Sept.); metaphorically, οἰκοδομίαν Θεοῦ τήν ἐν πίστει, the increase which God desires in faith (see οἰκοδομή), bez elz; but see οἰκονομία. Not infrequent οἰκονομία and οἰκοδομία are confounded in the manuscripts; see Grimm on 4 Maccabees , p. 365, cf. Hilgenfeld, the Epistle of Barnabas, p. 28; (D'Orville, Chariton 8,1, p. 599).

Greek Monolingual

οἰκοδομία, ἡ (Α) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.)
2. οικοδόμημα.

Greek Monotonic

οἰκοδομία: ἡ,
1. = οἰκοδόμησις, σε Θουκ.
2. κτίριο, οικοδομή, οικοδόμημα, σε Πλάτ.