οἰκοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οικοδόμος]])<br />αυτός που οικοδομεί, [[κτίστης]] («[[χωρίον]] ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει την [[οικοδόμηση]], που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («[[οικοδόμος]] [[μηχανικός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[κύριος]] [[πρωτεργάτης]] μιας προσπάθειας, ο [[δημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>πυργο</i>-[[δόμος]].
|mltxt=ο (Α [[οικοδόμος]])<br />αυτός που οικοδομεί, [[κτίστης]] («[[χωρίον]] ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει την [[οικοδόμηση]], που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («[[οικοδόμος]] [[μηχανικός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[κύριος]] [[πρωτεργάτης]] μιας προσπάθειας, ο [[δημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>πυργο</i>-[[δόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδόμος:''' ὁ ([[δέμω]]), [[χτίστης]], [[αρχιτέκτονας]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδόμος Medium diacritics: οἰκοδόμος Low diacritics: οικοδόμος Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: oikodómos Transliteration B: oikodomos Transliteration C: oikodomos Beta Code: oi)kodo/mos

English (LSJ)

ὁ (parox.),

   A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.

Greek Monolingual

ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστηςχωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.

Greek Monotonic

οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.