ὁμότεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(28)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότεχνος]], -ον)<br />αυτός που ασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με άλλον, [[σύντεχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[τίτλος]] για γιατρό) [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὁμότεχνος]]<br />ο [[συνάδελφος]], ο [[συντεχνίτης]], ο [[συνεργάτης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμότεχνον</i><br />[[συντεχνία]], [[σωματείο]] («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμότεχνος]], -ον)<br />αυτός που ασκεί την [[ίδια]] [[τέχνη]] με άλλον, [[σύντεχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[τίτλος]] για γιατρό) [[έμπειρος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὁμότεχνος]]<br />ο [[συνάδελφος]], ο [[συντεχνίτης]], ο [[συνεργάτης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμότεχνον</i><br />[[συντεχνία]], [[σωματείο]] («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>τεχνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]], την [[ίδια]] [[τέχνη]], με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., [[συνάδελφος]], [[συνεργάτης]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμότεχνος Medium diacritics: ὁμότεχνος Low diacritics: ομότεχνος Capitals: ΟΜΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: homótechnos Transliteration B: homotechnos Transliteration C: omotechnos Beta Code: o(mo/texnos

English (LSJ)

ον,

   A practising the same art, τινι with one, Pl.La.187a.    II as Subst., fellow-workman, Hdt.2.89, Pl.Prt.328a, Xenarch.7.15 ; ὁ ὁ. τινός Pl. Chrm.171c, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19 ; οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7 : as title applied to the good physician, Hp.Praec.7.    2 neut. ὁμότεχνον, τό, guild, τῶν λαναρίων Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.217(ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 340] dieselbe Kunst übend, einerlei Gewerbe treibend; Her. 2, 89; τινί, Plat. Lach. 186 c, u. τινός, Charm. 171 c; Sp., wie Luc.; – κυνῶν ὁμότεχνε αἴλουρε, Damochar. 1 (VII, 206).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότεχνος: -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, μετὰ τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., συνεργάτης, Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession ou un métier, τινι.
Étymologie: ὁμός, τέχνη.

English (Strong)

from the base of ὁμοῦ and τέχνη; a fellow-artificer: of the same craft.

English (Thayer)

ὁμότεχνον (ὁμός and τέχνη), practising the same trade or craft, of the same trade: Herodotus 2,89; Plato, Demosthenes, Josephus, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος
αρχ.
1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁμότεχνος
ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον
συντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].

Greek Monotonic

ὁμότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο, την ίδια τέχνη, με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., συνάδελφος, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Πλάτ.