οἰκουργός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηχαν</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[οἰκουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηχαν</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουργός:''' ὁ ([[οἶκος]], *[[ἔργω]]), [[οικονόμος]], [[επιστάτης]] του σπιτιού, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουργός Medium diacritics: οἰκουργός Low diacritics: οικουργός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: oikourgós Transliteration B: oikourgos Transliteration C: oikourgos Beta Code: oi)kourgo/s

English (LSJ)

όν, (οἶκος, ἔργον)

   A working at home, Ep.Tit.2.5 (v.l. οἰκουρούς); οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον Sor.1.27 (but cf. οἰκουροκαθέδριος).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουργός: ὁ, (οἶκος, ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ οἰκουρός. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille à la maison.
Étymologie: οἶκος, ἔργον.

English (Thayer)

(οἰκουρός) ὀικουρου, ὁ, ἡ (οἶκος, and οὐρός a keeper; see θυρωρός and κηπουρός);
a. properly, the (watch or) keeper of a house (Sophocles, Euripides, Aristophanes, Pausanias, Plutarch, others).
b. tropically, keeping at home and taking care of household affairs, domestic: R G; cf. Fritzsche, De conformatione N. T. critica etc., p. 29; (Winer s Grammar, 100f (95)); (Aeschylus Ag. 1626; Euripides, Hec. 1277; σώφρονας, οἰκουρούς καί φιλάνδρους, Philo de exsecr. § 4).

Greek Monolingual

οἰκουργός, -όν (Α)
αυτός που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν-ουργός, ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

οἰκουργός: ὁ (οἶκος, *ἔργω), οικονόμος, επιστάτης του σπιτιού, σε Καινή Διαθήκη