ὁρισμός: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὁρισμός]]) [[ορίζω]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[πρόταση]] με την οποία, σε [[συντομία]] [[αλλά]] και με [[πληρότητα]], δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το [[περιεχόμενο]] μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και [[περιεχόμενο]] με τα οποία αυτά διακρίνονται από [[κάθε]] [[άλλο]] διαφορετικό ή συγγενές τους («ο [[ορισμός]] της αρετής»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθορισμός]] («[[ορισμός]] της [[τιμής]] τών εμπορευμάτων»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]] («στους ορισμούς σας!»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>σπαν.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χάραξη]] ή [[θέση]] ορίων, [[περιορισμός]]<br /><b>2.</b> [[καθορισμός]] της αμοιβής για την [[έκβαση]] αγώνα, [[στοίχημα]]<br /><b>3.</b> [[ευχή]], [[τάμα]], [[υπόσχεση]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὁρισμός]]) [[ορίζω]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[πρόταση]] με την οποία, σε [[συντομία]] [[αλλά]] και με [[πληρότητα]], δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το [[περιεχόμενο]] μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και [[περιεχόμενο]] με τα οποία αυτά διακρίνονται από [[κάθε]] [[άλλο]] διαφορετικό ή συγγενές τους («ο [[ορισμός]] της αρετής»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθορισμός]] («[[ορισμός]] της [[τιμής]] τών εμπορευμάτων»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]] («στους ορισμούς σας!»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>σπαν.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χάραξη]] ή [[θέση]] ορίων, [[περιορισμός]]<br /><b>2.</b> [[καθορισμός]] της αμοιβής για την [[έκβαση]] αγώνα, [[στοίχημα]]<br /><b>3.</b> [[ευχή]], [[τάμα]], [[υπόσχεση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁρισμός:''' -οῦ, ὁ ([[ὁρίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επισήμανση]] με [[σύνορα]], [[περιορισμός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[προσδιορισμός]] της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A marking out by boundaries, limitation, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74 ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . Arist.EN 1159a4 ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41 ; boundary, καρπῶν BGU599.3 (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.). II the definition of a thing, freq. in Arist., AP0.91a1, Top.139a26, Metaph.1031a1,al. III wager, Plu.Alex.6, TG14. IV decree, LXXDa.6.12(13). V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρισμός: -οῦ, ὁ, ἡ δι’ ὁρίων σημείωσις, οἱ ὁρ. τῶν κτήσεων Διον Ἁλ. 2. 74˙ ἀκριβὴς ... οὐκ ἔστιν ὁρ., ἕως τίνος …, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 7, 5. ΙΙ. ὁ ὁρισμὸς λέξεώς τινος, συχν. παρ’ Ἀριστ., Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 3, Τοπ. 6. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 5, 7, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de borner, de limiter;
2 engagement précis, exacte obligation.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμός («ορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.
Greek Monotonic
ὁρισμός: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. επισήμανση με σύνορα, περιορισμός, σε Αριστ.
II. προσδιορισμός της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ.