περίσεμνος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[σεμνός]], πολύ [[σεβαστός]], εξαιρετικά [[σεβάσμιος]] («τὴν περίσεμνον [[τριάδα]]», Φίλ.). | |mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[σεμνός]], πολύ [[σεβαστός]], εξαιρετικά [[σεβάσμιος]] («τὴν περίσεμνον [[τριάδα]]», Φίλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίσεμνος:''' -η, -ον, [[πολύ]] [[σεμνός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A very august, ἀρχή Ar.V.604, cf. Eup.333.
German (Pape)
[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr ehrwürdig, Ar. Vesp. 604.
Greek (Liddell-Scott)
περίσεμνος: -η, -ον, πάνυ σεμνός, σεβαστός, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très grave, majestueux.
Étymologie: περί, σεμνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ σεμνός, πολύ σεβαστός, εξαιρετικά σεβάσμιος («τὴν περίσεμνον τριάδα», Φίλ.).