προϊάλλω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εξαποστέλλω]] κάποιον εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱάλλω</i> «[[ρίπτω]], [[εκτοξεύω]]»].
|mltxt=Α<br />[[εξαποστέλλω]] κάποιον εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱάλλω</i> «[[ρίπτω]], [[εκτοξεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προϊάλλω:''' μόνο σε παρατ., [[στέλνω]] από [[πριν]], [[πέμπω]] προς τα [[μπρος]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϊάλλω Medium diacritics: προϊάλλω Low diacritics: προϊάλλω Capitals: ΠΡΟΪΑΛΛΩ
Transliteration A: proïállō Transliteration B: proiallō Transliteration C: proiallo Beta Code: proi+a/llw

English (LSJ)

[ῐ],

   A send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.

German (Pape)

[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.

Greek (Liddell-Scott)

προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. προΐαλλον;
1 envoyer, faire partir, acc.;
2 envoyer à qqn, acc..
Étymologie: πρό, ἰάλλω.

English (Autenrieth)

ipf. προΐαλλεν: send forth.

Greek Monolingual

Α
εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»].

Greek Monotonic

προϊάλλω: μόνο σε παρατ., στέλνω από πριν, πέμπω προς τα μπρος, σε Όμηρ.