προσκαταλείπω: Difference between revisions
μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[καταλείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] επί [[πλέον]] ως [[κληρονομιά]] («[[ἀρχήν]]... προσκατέλιπον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] ή [[χάνω]] επί [[πλέον]] («προσκαταλείπειν σχολήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[περίσσευμα]]<br /><b>4.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πίσω]] μου. | |mltxt=Α [[καταλείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] επί [[πλέον]] ως [[κληρονομιά]] («[[ἀρχήν]]... προσκατέλιπον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[αφήνω]] ή [[χάνω]] επί [[πλέον]] («προσκαταλείπειν σχολήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[περίσσευμα]]<br /><b>4.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πίσω]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσκαταλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] [[επιπλέον]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]], [[ἀρχήν]] τινι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαταλείπω]] ή χάνω [[επιπλέον]], <i>τὰ αὐτῶν</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A leave besides as a legacy, ἀρχήν τινι Th.2.36: also, leave or lose besides, τὰ αὑτῶν Id.4.62; σχολήν Plu.2.840e. II leave over, of surplus material, LXXEx.36.7; leave behind, in dissection or operations, Heliod. ap. Orib.50.48.5, Gal.2.531: generally, leave behind one, τὸ ἱμάτιον J.AJ2.4.5.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu, dabei zurück, übrig lassen, Thuc. 2, 36. 4, 62 u. Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταλείπω: καταλείπω προσέτι εἰς κληρονομίαν, ἀρχήν τινι Θουκ. 2. 86· ὡσαύτως, ἐγκαταλείπω ἢ χάνω προσέτι, τὰ αὑτῶν ὁ αὐτ. 4. 62· σχολὴν Πλουτ. 2. 840Ε.
French (Bailly abrégé)
laisser en outre.
Étymologie: πρός, καταλείπω.
Greek Monolingual
Α καταλείπω
1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιά («ἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.)
2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.)
3. αφήνω περίσσευμα
4. αφήνω κάτι πίσω μου.
Greek Monotonic
προσκαταλείπω: μέλ. -ψω,
I. αφήνω επιπλέον ως κληρονομιά, κληροδοτώ, ἀρχήν τινι, σε Θουκ.
II. εγκαταλείπω ή χάνω επιπλέον, τὰ αὐτῶν, στον ίδ.