προτιμάω: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> honorer de préférence, préférer : τινός [[τι]] une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire plutôt cas de, se soucier <i>ou</i> se préoccuper plutôt de, acc. <i>ou</i> gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμάω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> honorer de préférence, préférer : τινός [[τι]] une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire plutôt cas de, se soucier <i>ou</i> se préoccuper plutôt de, acc. <i>ou</i> gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[τιμώ]] κάποιον περισσότερο από κάποιον [[άλλο]], [[προτιμώ]] τον έναν από τον [[άλλο]], <i>τινά</i>ή <i>τί τινος</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινὰ [[ἀντί]] τινος ή [[πρό]] τινος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. μόνο, [[εκτιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], [[θεωρώ]] αξιότερο, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., προτιμώμαι, θεωρούμαι [[ανώτερος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν</i>, εκλέγομαι ως θυσιαστήριο [[θύμα]] για να υποβληθώ σε θάνατο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. μόνο, [[φροντίζω]], [[σκέφτομαι]], σε Αισχύλ.· <i>οὐδὲν πρ. τινός</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ. ακολουθ. από <i>ἤ</i>, [[επιθυμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], προτιμῶντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἢ εὐπρεπέστεροι, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, [[επιθυμώ]] [[πάρα]] [[πολύ]], [[εύχομαι]] να κάνω ή να γίνω, σε Σοφ., Ευρ.· πρ. [[πολλοῦ]] ἐμοὶ [[ξεῖνος]] [[γενέσθαι]], [[εκτιμώ]] σε μεγάλο βαθμό το [[προνόμιο]] να γίνει [[φίλος]] μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πρ. τυπτόμενος</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(Ion. προτῑμ-έω Heraclit.55; Phocian dat. pl. part.
A προτιμεόντοις Supp.Epigr.3.416.6 (Elatea, ii B.C.)), honour one before or above another, prefer one to another, τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους, δίκην πλούτου, Antipho 2.2.5, Pl.Lg.913b, etc.; also π. ὑὸν ἀντὶ τῶν χρημάτων Id.Ly.219d; πρὸ ἀρετῆς κάλλος Id.Lg.727d; πλέον αὑτῶν ib.777d; βραχυλογίαν μᾶλλον ἢ μῆκος ib.887b. 2 c. acc. only, prefer in honour or esteem, ταῦτα ἐγὼ π. Heraclit. l.c.; οὐ π. τι A.Eu.739, etc., cf. Ag.1415; τὴν αὐτονομίαν οὐ π. v.l. in Th.8.64; π. τὴν ἀλήθειαν Arist.EN1096a16; π. τὸν ἄνδρα ἀξίως τῆς ἡμετέρας κρίσεως OGI244.34 (Daphne, ii B.C.):—Pass., to be so preferred, Th. 6.9, Lys.6.50, OGI754 (Cilicia), etc.; μᾶλλον προτετίμηται τὸ κάλλος παρ' ἐκείνοις ἢ παρ' ἡμῖν Isoc.10.60; προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων X.An.1.6.5; προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν to be selected as a victim to be put to death, Th.1.133; προτιμᾶσθαι ἐς τὰ κοινά to be preferred to public honours, Id.2.37:—Med., τὸν δ' οὐδ' ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην X.Mem.2.5.3: fut. Med. in pass. sense, Id.An.1.4.14. 3 c. inf. folld. by ἤ . ., wish rather, prefer, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι Hdt.2.37: c. inf. only, π. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι valuing at a great price the privilege of becoming my friend, Id.3.21: c. acc. et inf., τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν the man for whom I should have wished, though it might cost me much money, the opportunity to address all princes, Id.1.86. II take heed of, reck of, with neg., μὴ προτιμήσῃς ὑλαγμάτων A.Ag.1672 (troch.); τῶν ἐν Ἀδμήτου κακῶν οὐδὲν προτιμῶν E.Alc.762; οὐδὲν προτιμῶ σου Ar.Pl.883, cf. D.7.16: c. part., χὠπότερον ἂν νῷν ἴδῃς . . -ήσαντά τι τυπτόμενον Ar.Ra.638, cf. 655: c. inf., care to do or be, ζῆν . . κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν ἥτις π. μὴ κακὴ πεφυκέναι S.Tr.722; οὐδὲν π. μηχανήσασθαι τέκνοις E.Med. 343: with ὅπως, εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσ' οὐδέν Ar.Ach. 27.
German (Pape)
[Seite 792] vor Andern ehren, mehr als Andere ehren, vorziehen; πατρὸς προτιμᾷ Ζεὺς μόρον, Aesch. Eum. 610; Ag. 1389; ἥτις προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι, Soph. Trach. 719; Eur. Hipp. 48 Heracl. 21 u. öfter; προτιμῶ σου οὐδέν, Ar. Plut. 883; Her. 1, 86; Thuc. 2, 37. 6, 9 u. öfter; σωτηρίαν κέρδους, Antiph. 2 β 5; auch τινὰ ἀντί τινος, wie πατὴρ υἱὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ, Plat. Lys. 219 d; πρὸ ἀρετῆς ὁπόταν τις προτιμᾷ κάλλος, Legg. V, 727 d; mit folgdm ἤ, ὡς οὐδὲν δεῖ προτιμᾶν βραχυλογίαν μᾶλλον ἢ μῆκος, X, 887 b, vgl. Her. προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι, die lieber rein als zierlich sein wollen, 2, 37; auch πολλοῦ προτιμᾶν, weit vorziehen, 3, 21; προτιμήσειεν ὑγιαίνειν μᾶλλον ἢ νοσεῖν, Eryx. 393 c; πλέον αὑτῶν προτιμῶντες, Legg. VI, 777 d; τῶν ἄλλων πλέον προτιμήσεσθε (pass.), ihr werdet mehr als die Andern geehrt werden, Xen. An. 1, 4, 14; προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἐλλήνων, 1, 6, 5, πρό τινος, Hell. 7, 1, 26; Flgde; ἑαυτοῦ χάριν προτιμῆσαι τὴν ἀλήθειαν, Pol. 3, 58, 9; ἐπὶ τίνι πάντων ἡμῶν προτιμᾶσθαι ἀξιοῖς, Luc. Mort. D. 24, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προτῑμάω: τιμῶ τινα πλειότερον ἑτέρου, προτιμῶ τινα πλειότερον ἄλλου, τινὰ ἢ τί τινος Ἀντιφῶν 117. 4, Πλάτ. Νομ. 913Β κτλ., ὡσαύτως, πρ. τινα ἀντί τινος Πλάτ. Λῦσ. 219 D· τι πρό τινος ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 727D· πλέον τινὸς αὐτόθι 777· μᾱλλον ἤ..., αὐτόθι 887Β, πρβλ Ἰσοκρ 218Α. 2) μετ’αἰτ., ἐκτιμῶ πλειότερον, προτιμῶ, πλείονος ἄξιον νομίζω, οὐδὲν πρ. τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 739, κτλ., πρβλ. Ἀγ. 1415· τὴν αὐτονομίαν οὐ πρ. Θουκ. 8. 64· πρ. τὴν ἀλήθειαν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 1. - Παθ., προτιμῶμαι, θεωροῦμαι ἀνώτερος, Θουκ. 6. 9, Λυσί. 107. 34, κτλ· προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5· προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν, ἐκλέγομαι ὡς θῦμα, ὡς μέλλων νὰ ὑποβληθῶ εἰς θάνατον, Θουκ. 1. 133· ὡσαύτως προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινὰ, προτιμῶμαι δημοσίᾳ, εἰς τὰς δημοσίας τιμάς, αὐτόθι 2. 37. - Μεσ., τὸν δ’ οὐδ’ ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 3, (ἀλλ’ ὁ Dind. -σαιμ’ ἂν)· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 14. 3) μόνον μετὰ γεν., φροντίζω, λογίζομαι, σκέπτομαι περί τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1672· οὐδὲν πρ. τινος Εὐρ. Ἄλκ. 762, Ἀριστοφ. Πλ 883, Δημ. 80. 22, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 638, 655. 4) μετ’ ἀπαρ., ἑπομένου ἢ ..., μᾶλλον ἐπιθυμῶ, προτιμῶ, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι Ἡρόδ. 2. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 887Β· μετὰ μόνου ἀπαρ., μεγάλως ἐπιθυμῶ νά..., προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι Σοφ. Τρ. 722, Εὐρ. Μήδ. 343· πρ. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι, ἐκτιμῶ ὡς πολύτιμον πρᾶγμα νὰ γείνῃ ξένος μου, φίλος μου, Ἡρόδ. 3. 21· τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν, ἐκεῖνον τοῦ ὁποῖου μίαν συδιάλεξιν μετὰ πάντων τῶν τυράννων ἤθελον θεωρήσῃ πολλῶν χρημάτων ὑπερτέραν, ὁ αὐτ. 1. 86. 5) μετὰ μετ., προτιμήσαντά τι τυπτόμενον, «φροντίσαντα, αἴσθησιν λαβόντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 638 εἰρήνη δ᾿ ὅπως ἔσται προτιμῶσ᾿ οὐδέν, οὐδόλως φροντίζουσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 honorer de préférence, préférer : τινός τι une chose à une autre;
2 abs. faire plutôt cas de, se soucier ou se préoccuper plutôt de, acc. ou gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.
Étymologie: πρό, τιμάω.
Greek Monotonic
προτῑμάω: μέλ. -ήσω,
1. τιμώ κάποιον περισσότερο από κάποιον άλλο, προτιμώ τον έναν από τον άλλο, τινάή τί τινος, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινὰ ἀντί τινος ή πρό τινος, στον ίδ.
2. με αιτ. μόνο, εκτιμώ περισσότερο, προτιμώ, θεωρώ αξιότερο, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., προτιμώμαι, θεωρούμαι ανώτερος, σε Θουκ. κ.λπ.· προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν, εκλέγομαι ως θυσιαστήριο θύμα για να υποβληθώ σε θάνατο, στον ίδ.
3. με γεν. μόνο, φροντίζω, σκέφτομαι, σε Αισχύλ.· οὐδὲν πρ. τινός, σε Ευρ. κ.λπ.
4. με απαρ. ακολουθ. από ἤ, επιθυμώ περισσότερο, προτιμώ, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, επιθυμώ πάρα πολύ, εύχομαι να κάνω ή να γίνω, σε Σοφ., Ευρ.· πρ. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι, εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό το προνόμιο να γίνει φίλος μου, σε Ηρόδ.
5. με μτχ., πρ. τυπτόμενος, σε Αριστοφ.