πτελέα: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΑ, και [[πτελιά]] Ν, και ιων. τ. πτελέη και [[πελέα]] Α<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ρουτίδες]], γνωστό [[σήμερα]] ως [[φτελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με [[επίθημα]] -<i>έα</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFᾱ</i>, <b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pterewa</i> / <i>peterewa</i>) που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πτέλας]] «[[κάπρος]]», ίσως [[επειδή]] ο [[κάπρος]] ζει [[μέσα]] στις φτελιές. Ο αρμ. τ. <i>t</i>'<i>eli</i> «[[φτελιά]]» [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Η [[εναλλαγή]], [[τέλος]], τών <i>πτ</i>- καί <i>π</i>- στην [[αρχή]] της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[αλλά]] [[μάλλον]] ότι το αρκτικό <i>πτ</i>- του τ. οφείλεται σε διαφορετική [[προφορά]] του <i>π</i>- υπό την [[επίδραση]] φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> και [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]], [[πόλις]] / [[πτόλις]]). Οι νεοελλ. τ. [[πτελιά]] / [[φτελιά]] έχουν σχηματιστεί από τον τ. [[πτελέα]] με [[συνίζηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ιτέα]]: [[ιτιά]], [[μηλέα]]: [[μηλιά]]), <b>βλ.</b> και λ. [[φτελιά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «σῡς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πτέλας]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΑ, και [[πτελιά]] Ν, και ιων. τ. πτελέη και [[πελέα]] Α<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ρουτίδες]], γνωστό [[σήμερα]] ως [[φτελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με [[επίθημα]] -<i>έα</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> -<i>εFᾱ</i>, <b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pterewa</i> / <i>peterewa</i>) που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πτέλας]] «[[κάπρος]]», ίσως [[επειδή]] ο [[κάπρος]] ζει [[μέσα]] στις φτελιές. Ο αρμ. τ. <i>t</i>'<i>eli</i> «[[φτελιά]]» [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Η [[εναλλαγή]], [[τέλος]], τών <i>πτ</i>- καί <i>π</i>- στην [[αρχή]] της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], [[αλλά]] [[μάλλον]] ότι το αρκτικό <i>πτ</i>- του τ. οφείλεται σε διαφορετική [[προφορά]] του <i>π</i>- υπό την [[επίδραση]] φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>πρβλ.</b> και [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]], [[πόλις]] / [[πτόλις]]). Οι νεοελλ. τ. [[πτελιά]] / [[φτελιά]] έχουν σχηματιστεί από τον τ. [[πτελέα]] με [[συνίζηση]] (<b>πρβλ.</b> [[ιτέα]]: [[ιτιά]], [[μηλέα]]: [[μηλιά]]), <b>βλ.</b> και λ. [[φτελιά]]].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «σῡς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πτέλας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτελέα:''' Ιων. -έη, ἡ, [[φτελιά]], Λατ. [[ulmus]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. πτελέ-η, ἡ,
A elm, Ulmus glabra, Il.6.419, 21.242,350, Hes.Op.435, Ar.Nu.1008, Thphr.HP3.14.1, Dsc.1.84, etc. II v. foreg.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, ion. πτελέη, die Ulme, Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πτελέα: Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον δένδρον), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
orme, arbre.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΑ, και πτελιά Ν, και ιων. τ. πτελέη και πελέα Α
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες, γνωστό σήμερα ως φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με επίθημα -έα (πιθ. < -εFᾱ, πρβλ. μυκην. pterewa / peterewa) που συνδέεται πιθ. με τη λ. πτέλας «κάπρος», ίσως επειδή ο κάπρος ζει μέσα στις φτελιές. Ο αρμ. τ. t'eli «φτελιά» πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Η εναλλαγή, τέλος, τών πτ- καί π- στην αρχή της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. πρέπει να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά μάλλον ότι το αρκτικό πτ- του τ. οφείλεται σε διαφορετική προφορά του π- υπό την επίδραση φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. και πόλεμος / πτόλεμος, πόλις / πτόλις). Οι νεοελλ. τ. πτελιά / φτελιά έχουν σχηματιστεί από τον τ. πτελέα με συνίζηση (πρβλ. ιτέα: ιτιά, μηλέα: μηλιά), βλ. και λ. φτελιά].———————— (II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πτέλας.