σιρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α<br />[[κοιλότητα]] στο [[έδαφος]], ή μεγάλο [[δοχείο]] ή [[κτίσμα]] για την [[αποθήκευση]] καρπών και, [[ιδίως]], σιτηρών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[αεροστεγής]] κυλινδρική ή πρισματική [[αποθήκη]] για την [[αποθήκευση]] και [[συντήρηση]] σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη [[χρήση]] της, το [[είδος]] τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. [[σιλό]] (α. «[[σιρός]] σιτηρών» β. «[[σιρός]] χορτονομής» γ. «[[σιρός]] για ρίζες και βολβούς»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λακκούβα]], [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α<br />[[κοιλότητα]] στο [[έδαφος]], ή μεγάλο [[δοχείο]] ή [[κτίσμα]] για την [[αποθήκευση]] καρπών και, [[ιδίως]], σιτηρών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[αεροστεγής]] κυλινδρική ή πρισματική [[αποθήκη]] για την [[αποθήκευση]] και [[συντήρηση]] σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη [[χρήση]] της, το [[είδος]] τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. [[σιλό]] (α. «[[σιρός]] σιτηρών» β. «[[σιρός]] χορτονομής» γ. «[[σιρός]] για ρίζες και βολβούς»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λακκούβα]], [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σιρός:''' [ῐ], ὁ, [[αποθήκη]] ή [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] σιτηρών, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιρός Medium diacritics: σιρός Low diacritics: σιρός Capitals: ΣΙΡΟΣ
Transliteration A: sirós Transliteration B: siros Transliteration C: siros Beta Code: siro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pit for keeping corn in, IG12.76.10, S.Fr.276, E.Fr.827, Anaxandr.41.28 (anap.), D.8.45, 10.16, PLond.2.216.11 (i A.D.).    II pitfall, Longus 1.11. [ῐ, E.l.c., Anaxandr. l.c., Eratosth.35.4, ῑ in Xenoph.(?) 41 D.: later written σειρός, D.S.19.44, 2 Ep.Pet.2.4, PLeid.X.50 B. (iii/iv A.D.).]

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]

Greek (Liddell-Scott)

σιρός: ὁ βόθροςδοχεῖον ἐν ᾧ τηρεῖται σῖτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. βόθρος, παγίς, Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, ὅθεντύπος σειρός].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 vase pour conserver le blé;
2 silo ; p. ext. fosse, cave.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α
κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών
νεοελλ.
τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της, το είδος τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. σιλό (α. «σιρός σιτηρών» β. «σιρός χορτονομής» γ. «σιρός για ρίζες και βολβούς»)
αρχ.
λακκούβα, παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σιρός: [ῐ], ὁ, αποθήκη ή δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών, σε Δημ.