σκίμπτομαι: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> μπήγομαι, καρφώνομαι<br /><b>2.</b> ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκίπων]] και την [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]]. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα [[σκήπτω]] και [[χρίμπτω]] «[[πλησιάζω]], [[εγγίζω]]», [[υπόθεση]] που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> μπήγομαι, καρφώνομαι<br /><b>2.</b> ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκίπων]] και την [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]]. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα [[σκήπτω]] και [[χρίμπτω]] «[[πλησιάζω]], [[εγγίζω]]», [[υπόθεση]] που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκίμπτομαι:''' = <i>σκήπτομαι</i>, [[ισχυρίζομαι]], διατείνομαι, [[προφασίζομαι]], επικαλούμαι, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
= σκήπτω,
A press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <
Greek (Liddell-Scott)
σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».
French (Bailly abrégé)
c. σκήπτω.
Étymologie: cf. σκίπων.
English (Slater)
σκίμπτομαι
1 set fast, place firmly ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
Greek Monolingual
Α
1. μπήγομαι, καρφώνομαι
2. ωθώ προς τα εμπρός
3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)
4. μτφ. καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων και την οικογένεια του σκήπτω. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα σκήπτω και χρίμπτω «πλησιάζω, εγγίζω», υπόθεση που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
σκίμπτομαι: = σκήπτομαι, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, προφασίζομαι, επικαλούμαι, σε Πίνδ.