συκοφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συκοφαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη [[συκοφαντία]] ή αυτός που αποβλέπει στη [[συκοφαντία]] (α. «συκοφαντική [[ενέργεια]]» β. «[[δίκην]]... συκοφαντικωτέραν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συκοφαντική [[δυσφήμιση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ισχυρισμός]] ή [[διάδοση]] ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα [[πρόσωπο]] ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την [[πλευρά]] του συκοφάντη η [[μείωση]] και [[διαβολή]] της [[τιμής]] και της υπόληψης του θύματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδέξιος]] στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την [[πλευρά]] ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα [[προς]] αυτόν<br /><b>2.</b> [[σοφιστικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκοφαντικά πνεύματα» — ο [[άνεμος]] [[συκοφαντίας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συκοφαντικώς</i> / <i>συκοφαντικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>συκοφαντικά</i> Ν<br />με συκοφαντικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[συκοφαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη [[συκοφαντία]] ή αυτός που αποβλέπει στη [[συκοφαντία]] (α. «συκοφαντική [[ενέργεια]]» β. «[[δίκην]]... συκοφαντικωτέραν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συκοφαντική [[δυσφήμιση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ισχυρισμός]] ή [[διάδοση]] ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα [[πρόσωπο]] ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την [[πλευρά]] του συκοφάντη η [[μείωση]] και [[διαβολή]] της [[τιμής]] και της υπόληψης του θύματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδέξιος]] στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την [[πλευρά]] ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα [[προς]] αυτόν<br /><b>2.</b> [[σοφιστικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκοφαντικά πνεύματα» — ο [[άνεμος]] [[συκοφαντίας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συκοφαντικώς</i> / <i>συκοφαντικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>συκοφαντικά</i> Ν<br />με συκοφαντικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῡκοφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, που διαβάλλει κάποιον, δυσφημιστικός, σε Δημ.· επίρρ., -[[κῶς]], σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντικός Medium diacritics: συκοφαντικός Low diacritics: συκοφαντικός Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sykophantikós Transliteration B: sykophantikos Transliteration C: sykofantikos Beta Code: sukofantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A typical of a συκοφάντης, blackmailing, δίκη D.37.3 (Comp.); skilled as an 'agent provocateur', Philostr.VA7.27: metaph., σ. πνεύματα,= συκοφαντίας, Lib.Or.13.16. Adv. -κῶς Isoc.15.308, Luc.Hist.Conscr.10.    II sophistical, λόγοι Phld.Oec. p.65J., cf. Rh.1.119S.

German (Pape)

[Seite 974] ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν συκοφαντικός, Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10.

Greek (Liddell-Scott)

συκοφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς διαβολήν, ἢ ψευδῆ κατηγορίαν, Δημ. 967. 11, Φιλόστρ. 307. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 330, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de sycophante, en sycophante.
Étymologie: συκοφάντης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συκοφαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συκοφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «συκοφαντική δυσφήμιση»
(νομ.) ισχυρισμός ή διάδοση ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα πρόσωπο ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την πλευρά του συκοφάντη η μείωση και διαβολή της τιμής και της υπόληψης του θύματος
αρχ.
1. ο επιδέξιος στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την πλευρά ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα προς αυτόν
2. σοφιστικός
3. φρ. «συκοφαντικά πνεύματα» — ο άνεμος συκοφαντίας.
επίρρ...
συκοφαντικώς / συκοφαντικῶς, ΝΜΑ, και συκοφαντικά Ν
με συκοφαντικό τρόπο.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συκοφαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συκοφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «συκοφαντική δυσφήμιση»
(νομ.) ισχυρισμός ή διάδοση ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα πρόσωπο ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την πλευρά του συκοφάντη η μείωση και διαβολή της τιμής και της υπόληψης του θύματος
αρχ.
1. ο επιδέξιος στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την πλευρά ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα προς αυτόν
2. σοφιστικός
3. φρ. «συκοφαντικά πνεύματα» — ο άνεμος συκοφαντίας.
επίρρ...
συκοφαντικώς / συκοφαντικῶς, ΝΜΑ, και συκοφαντικά Ν
με συκοφαντικό τρόπο.

Greek Monotonic

σῡκοφαντικός: -ή, -όν, αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, που διαβάλλει κάποιον, δυσφημιστικός, σε Δημ.· επίρρ., -κῶς, σε Ισοκρ.