ταλαντιαῖος: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(40) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[περιουσία]] του [[είναι]] ένα [[τάλαντο]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] ενός ταλάντου<br /><b>4.</b> (για [[πράξη]] ή για αγώνα) αυτός του οποίου η [[αμοιβή]] ή το [[βραβείο]] [[είναι]] ένα [[τάλαντο]] («ταλαντιαῑος [[ἀγών]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοσήματα ταλαντιαῑα» — οι ασθένειες για τών οποίων τη [[θεραπεία]] δαπανάται ένα [[τάλαντο]] (Αλκ. Κωμ.)<br />β) «[[ἔγγυος]] ταλαντιαῑος» — αυτός που παρέχει [[εγγύηση]] για το [[ποσό]] ενός ταλάντου (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «[[λιθοβόλος]] [ή [[πετροβόλος]]] ταλαντιαῑος» — πολεμική [[μηχανή]] που εκσφενδονίζει λίθους βάρους ενός ταλάντου (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i>]. | |mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[περιουσία]] του [[είναι]] ένα [[τάλαντο]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] ενός ταλάντου<br /><b>4.</b> (για [[πράξη]] ή για αγώνα) αυτός του οποίου η [[αμοιβή]] ή το [[βραβείο]] [[είναι]] ένα [[τάλαντο]] («ταλαντιαῑος [[ἀγών]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοσήματα ταλαντιαῑα» — οι ασθένειες για τών οποίων τη [[θεραπεία]] δαπανάται ένα [[τάλαντο]] (Αλκ. Κωμ.)<br />β) «[[ἔγγυος]] ταλαντιαῑος» — αυτός που παρέχει [[εγγύηση]] για το [[ποσό]] ενός ταλάντου (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «[[λιθοβόλος]] [ή [[πετροβόλος]]] ταλαντιαῑος» — πολεμική [[μηχανή]] που εκσφενδονίζει λίθους βάρους ενός ταλάντου (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰλαντιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που αξίζει όσο ένα [[τάλαντο]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A worth a talent, οἶκος D.27.64; κτῆσις Plb.23.4.3; νοσήματα τ. costing a talent, prob. in fee to the physician, Alc.Com.12. 2 of persons, worth a talent, i.e. possessed of one, Crates Com.32; ἔγγυοι τ. giving surety to the amount of a talent, Arist.Oec.1350a19. II weighing a talent, ξύλον Id.Cael.311b3; λιθοβόλος τ. an engine throwing stones of a talent weight, Plb.9.41.8 codd.; πετροβόλος τ. Ph.Bel.85.2. 2 in which the prize is a talent, ἀγών CIG2810.18 (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1064] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; οἶκος, Dem. 27, 64; ἔγγυος, Arist. oec. 2, 23; κτῆσις, Pol. 24, 4, 3; μισθός, Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, ἄξιος ταλάντου, οἶκος Δημ. 833. 23· κτῆσις Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται τάλαντον, πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν τάλαντον, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· ἔγγυος τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν τάλαντον, ξύλον ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· λιθοβόλος τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ βραβεῖον εἶναι τάλαντον, ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de la valeur d’un talent;
2 de la grosseur ou du poids d’un talent.
Étymologie: τάλαντον.
English (Strong)
from τάλαντον; talent-like in weight: weight of a talent.
English (Thayer)
ταλαντιαία, ταλαντιαιον (τάλαντον, which see; like δραχμιαῖος, στιγμιαιος, δακτυλιαιος, λιτριαιος, etc.; see Lob. ad Phryn., p. 544), of the weight or worth of a talent: Demosthenes, Aristotle, Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.)
2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο
3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου
4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός του οποίου η αμοιβή ή το βραβείο είναι ένα τάλαντο («ταλαντιαῑος ἀγών», επιγρ.)
5. φρ. α) «νοσήματα ταλαντιαῑα» — οι ασθένειες για τών οποίων τη θεραπεία δαπανάται ένα τάλαντο (Αλκ. Κωμ.)
β) «ἔγγυος ταλαντιαῑος» — αυτός που παρέχει εγγύηση για το ποσό ενός ταλάντου (Αριστοτ.)
γ) «λιθοβόλος [ή πετροβόλος] ταλαντιαῑος» — πολεμική μηχανή που εκσφενδονίζει λίθους βάρους ενός ταλάντου (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. -ιαίος].
Greek Monotonic
τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, αυτός που αξίζει όσο ένα τάλαντο, σε Δημ.