χοάνη: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χώνη]], η, ΝΜΑ, και [[χούνη]] Ν<br /><b>1.</b> [[χωνί]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για [[τήξη]] μετάλλων, [[χωνευτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της [[μύτης]], με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαράγγι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου που πίνει πολύ<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] που υπάρχει [[πίσω]] από τον οφθαλμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χοάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χοFανη</i>) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χο</i>-<i>F</i>- του ρ. <i>χέω</i> με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>στεφ</i>-<i>άνη</i>) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>-. Ο τ. [[χώνη]] με [[συναίρεση]] τών -<i>οα</i>-]. | |mltxt=και [[χώνη]], η, ΝΜΑ, και [[χούνη]] Ν<br /><b>1.</b> [[χωνί]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για [[τήξη]] μετάλλων, [[χωνευτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της [[μύτης]], με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαράγγι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου που πίνει πολύ<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] που υπάρχει [[πίσω]] από τον οφθαλμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χοάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χοFανη</i>) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χο</i>-<i>F</i>- του ρ. <i>χέω</i> με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>στεφ</i>-<i>άνη</i>) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>-. Ο τ. [[χώνη]] με [[συναίρεση]] τών -<i>οα</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χοάνη:''' [ᾰ], συνηρ. [[χώνη]] ([[χέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[χωνί]], Λατ. [[infundibulum]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[χόανος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
contr. χώνη,
A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην) ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18, cf. Ph.1.245; κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31; καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R.411a; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e. 2 Medic., funnelshaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. 3 hollow behind the eye, cj. in Emp. 84.9 (pl.). II = χόανος, melting-pot, Posidon.48J., Dsc.5.75, AP9.528 (Pall.).—The form χοάνη is said by Moer.p.401 P. to be Att. (cf. IG12313.127, 314.144), χώνη Hellenic.
German (Pape)
[Seite 1361] ἡ, zsgzgn χώνη, = χόανος, Ar. Th. 18.
Greek (Liddell-Scott)
χοάνη: [ᾱ], συνῃρ. χώνη, «χωνί», Λατ. Infundibutum, δίκην δὲ χοάνης ὦτα διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18, πρβλ. Φίλωνα 1. 245· κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Φερεκράτη: ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1, 31· καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Πλάτ. Πολ. 411Α· ὡς ὄνομα τοῦ λάρυγγος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 3· καὶ οὕτως ὡς σκωπτικὸν ὄνομα ἀνθρώπου πολυπότου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436Ε, κλπ. 2) κοίλωμά τι ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἔχον τὸ σχῆμα χωνίου καλούμενον καὶ ληνὸς καὶ πύελος, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. 135. 11. ΙΙ. = χόανος, τὸ χωνοειδὲς χωνευτήριον τῶν μετάλλων (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται χώνη ἐν Θράκῃ)· Διοσκ. 5, 85, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 233D, Ἀνθ. Παλ. 9. 528. - Ὁ τύπος χοάνη λέγεται παρὰ Μοίριδι Ἀττικός, ὁ δὲ τύπος χώνη Ἑλληνικός.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. χόανος.
Greek Monolingual
και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν
1. χωνί
2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο
νεοελλ.
1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα της μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα
2. μτφ. φαράγγι
αρχ.
1. σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που πίνει πολύ
2. το κοίλωμα που υπάρχει πίσω από τον οφθαλμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χοάνη (< χοFανη) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χο-F- του ρ. χέω με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, στεφ-άνη) και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Ο τ. χώνη με συναίρεση τών -οα-].
Greek Monotonic
χοάνη: [ᾰ], συνηρ. χώνη (χέω)·
I. χωνί, Λατ. infundibulum, σε Πλάτ.
II. = χόανος, σε Ανθ.