ἀσφοδελός: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(3)
(1b)
Line 19: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφοδελός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ασφόδελος]], κρινοειδές [[φυτό]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> οξύτ. ως επίθ., ἀσφοδελὸς [[λειμών]], [[λιβάδι]] με ασφόδελους, όπου βρίσκονται στοιχειωμένες ψυχές ηρώων, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀσφοδελός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ασφόδελος]], κρινοειδές [[φυτό]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> οξύτ. ως επίθ., ἀσφοδελὸς [[λειμών]], [[λιβάδι]] με ασφόδελους, όπου βρίσκονται στοιχειωμένες ψυχές ηρώων, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφοδελός:''' adj. m асфоделевый ([[λειμών]] Hom., HH).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 382] Asphodelus hervorbringend; ἀσφοδελὸς λειμών, die Asphodelos-Wiese, in der Unterwelt; Hom. dreimal, κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα Versende Od. 11, 539. 573. 24, 13; H. Merc. 221.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
plein d’asphodèles, où croissent les asphodèles.
Étymologie: ἀσφόδελος.

English (Autenrieth)

λειμών, the asphodel meadow, in the nether world, Od. 11.539. (The asphodel is a liliaceous plant, with pale bluish flowers; it was planted about graves in Greece by the ancients as now.) (Od.)

Spanish (DGE)

-όν
1 lleno de asfódelos λειμών Od.11.539, 573, 24.13, h.Merc.221.
2 subst. ὁ ἀ. lugar en que crece el asfódelo Herenn.Phil.Sign.29.

Greek Monolingual

και ασφοδελός, ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α ἀσφόδελος)
το ποώδες φυτό ασφόδελος ο μικρόκαρπος, του οποίου όλα τα φύλλα είναι διατεταγμένα στη βάση του βλαστού και τα λευκά του λουλούδια σχηματίζουν τσαμπί (οικ. λειριίδαι)
Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον τόπο των νεκρών κατά την ελληνική μυθολογία (πρβλ. «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].

Greek Monolingual

ἀσφοδελός, ο (Α)
1. ο γεμάτος ασφοδέλους («ἀσφοδελὸς λειμών» — ο τόπος όπου ησυχάζουν οι σκιές των ομηρικών ηρώων στον άλλο κόσμο)
2. ανθισμένο λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ασφοδελός, ως επίθ. του ουσ. ασφόδελος, με διαφορά στη θέση του τόνου κατ' αντιδιαστολή προς το ουσιαστικό].

Greek Monotonic

ἀσφοδελός: ὁ,
I. ασφόδελος, κρινοειδές φυτό, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
II. οξύτ. ως επίθ., ἀσφοδελὸς λειμών, λιβάδι με ασφόδελους, όπου βρίσκονται στοιχειωμένες ψυχές ηρώων, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσφοδελός: adj. m асфоделевый (λειμών Hom., HH).