Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπλέω:''' переплывать ([[πλοῖον]] διαπλέον Thuc.; [[Μέγαράδε]] Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν [[Αἰγαῖον]] Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλέω Medium diacritics: διαπλέω Low diacritics: διαπλέω Capitals: ΔΙΑΠΛΕΩ
Transliteration A: diapléō Transliteration B: diapleō Transliteration C: diapleo Beta Code: diaple/w

English (LSJ)

Ion. δια-πλώω (q.v.),

   A sail through a strait or gap, Th.4.24, Plb.14.10.12; sail across, Μέγαράδε Lys.12.17; εἰς Αἴγιναν Ar.V. 122, etc.: c.acc., δ. τὸ πέλαγος Plu.2.206d, IG14.1976: metaph., δ. βίον sail through life, make life's voyage, Pl.Phd.85d.    2 flow through, pass, τὰ ψαμμία σὺν τοῖσι οὔροισι δ. Aret.SD2.3.

German (Pape)

[Seite 596] (s. πλέω), durch-, überfahren zu Schiffe; διαπλεῦσαι Thuc. 4, 24; Μέγαράδε Lys. 12, 17; τὸν Αἰγαῖον Luc. Hermot. 28; τὰς λίμνας, Hdn. 8, 6, 11; übertr., βίον, das Leben hinbringen, Plat. Phaed. 85 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ πέλαγος Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. διαπλέκω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. διέπλευσα;
1 naviguer à travers ; fig. δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;
2 aborder.
Étymologie: πλέω.

Spanish (DGE)

1 intr. navegar ἄνω καὶ κάτω Hp.Aër.15, ἡ Χάρυβδις ... ᾗ Ὀδυσσεὺς λέγεται διαπλεῦσαι Th.4.24, εἰς Αἴγιναν Ar.V.122, Μέγαράδε Lys.12.17, ἐξ Ἰωνίας πόλεως εἰς Μίλητον Milet 1(3).150.103 (II a.C.), ἀπὸ Σικυῶνος εἰς Κίρραν Luc.DMort.21.2, cf. Hp.Ep.14, D.19.163, Plb.5.103.4, 18.45.7, Paus.9.24.1, I.BI 1.543, Plu.Sull.26, Caes.23, Ach.Tat.8.18.5, D.C.78.39.5, διώρυχες δι' ὧν διαπλέουσιν Thphr.HP 4.7.6, διαπλεῖ σινδόν' ἐπαράμενος AP 11.404 (Luc.)
part. αἱ Διαπλέουσαι Las Navegantes tít. de una comedia de Alexis AB 91.21
fig. de las arenillas en la orina ξὺν τοῖσι οὔροισι κάτω διαπλέει Aret.SD 2.3.4.
2 tr. recorrer, atravesar τὸν πορθμόν Str.7.4.3, τὸν ὠκεανόν Ath.781d, τὸ πέλαγος Act.Ap.27.5, Plu.2.206c, Orac.Sib.11.181, IUrb.Rom.1321.12 (III/IV d.C.), τὸν Αἰγαῖον ἢ τὸν Ἰόνιον Luc.Herm.28, en v. pas. πᾶσα δὲ θάλαττα φορτηγοῖς ὁλκάσιν ἀκινδύνως διαπλεῖται Ph.2.552
abs. hacer una travesía X.An.7.6.13, Anticl.4, Plb.14.10.12
fig. δ. τὸν βίον hacer la travesía de la vida e.e. vivir ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας ... τὸν βίον Pl.Phd.85d, cf. Them.Or.1.7a, AP 7.23b.

English (Strong)

from διά and πλέω; to sail through: sail over.

English (Thayer)

1st aorist participle διαπλευσας; (Pliny, pernavigo), to sail across: πέλαγος (as often in Greek writings), Winer's Grammar, § 52,4, 8).

Greek Monolingual

(AM διαπλέω)
1. πλέω μέσα από πέλαγος, πορθμό κ.λπ., από τη μία ακτή ώς την απέναντι
2. μτφ. «διαπλέω τον βίον» — περνώ τη ζωή μου, διαβιώ
αρχ.
1. πλέω σε ή κατά μήκος
2. περνώ (πλέοντας ή κολυμπώντας) μέσα από κάτι.

Greek Monotonic

διαπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω δια μέσου, ταξιδεύω, θαλασσοπορώ, σε Θουκ.· εἰς Αἴγιναν, σε Αριστοφ.· μεταφ., δ. βίον, κάνω το ταξίδι της ζωής μου, ζω τη ζωή μου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαπλέω: переплывать (πλοῖον διαπλέον Thuc.; Μέγαράδε Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν Αἰγαῖον Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь.