κάρος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρος]], ὁ (Α)<br />[[καρώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]], [[σκοτοδίνη]]. | |mltxt=[[κάρος]], ὁ (Α)<br />[[καρώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]], [[σκοτοδίνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρος:''' (ᾰ) ὁ тяжелый сон, оцепенение (κ. καὶ [[κραιπάλη]] Arst.; κ. [[ὑπνώδης]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A heavy sleep, torpor, κ. καὶ κραιπάλη Arist.Pr.873b14, cf. A.R.2.203, Phld.D.1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.Myst.3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι Stoic.3.57; drowsiness, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 1328] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κάρος: ᾰ, ὁ, βαρὺς ὕπνος, νάρκη, οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, κάρος καὶ κραιπάλη Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· ὡσαύτως ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε φέρεσθαι νειόθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - Κατὰ Γαλην. (τ. 9. σ. 196), κυρίως λέγεται κάρος ἡ παντὸς τοῦ σώματος αἰφνίδιος ἀναισθησία τε καὶ ἀκινησία.
Greek Monolingual
κάρος, ὁ (Α)
καρώ
1. βαθύς ύπνος, νάρκη
2. ίλιγγος, σκοτοδίνη.
Russian (Dvoretsky)
κάρος: (ᾰ) ὁ тяжелый сон, оцепенение (κ. καὶ κραιπάλη Arst.; κ. ὑπνώδης Plut.).