μετατρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(25)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μετατρέπω]], Μ μέσ. τ. [[μετατέρπομαι]], Α αιολ. τ. [[πεδατρέπω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταποιώ]] (α. «μετέτρεψα το αρχικό [[σχέδιο]] του σπιτιού» β. «ὁ [[γέλως]] ὑμῶν εἰς [[πένθος]] μετατραπήτω», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[μεταστρέφω]] («μοῑραν μετατραπεῑν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μετατρέπομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], ιδέες ή [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι πρὸς [[ὕπνον]]» — [[κοιμάμαι]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[εξουσία]] ή [[κατοχή]]) [[ανατρέπω]], [[καταλύω]]<br /><b>5.</b> (το μέσ.) στρέφομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) α) στρέφομαι, [[γυρίζω]] [[προς]] τα [[πίσω]] («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, [[μετά]] δ' ἐτράπετ'»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]<br />ο τ. [[μετατέρπομαι]] με αναγραμματισμό].
|mltxt=(ΑΜ [[μετατρέπω]], Μ μέσ. τ. [[μετατέρπομαι]], Α αιολ. τ. [[πεδατρέπω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταποιώ]] (α. «μετέτρεψα το αρχικό [[σχέδιο]] του σπιτιού» β. «ὁ [[γέλως]] ὑμῶν εἰς [[πένθος]] μετατραπήτω», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[μεταστρέφω]] («μοῑραν μετατραπεῑν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μετατρέπομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], ιδέες ή [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι πρὸς [[ὕπνον]]» — [[κοιμάμαι]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[εξουσία]] ή [[κατοχή]]) [[ανατρέπω]], [[καταλύω]]<br /><b>5.</b> (το μέσ.) στρέφομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) α) στρέφομαι, [[γυρίζω]] [[προς]] τα [[πίσω]] («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, [[μετά]] δ' ἐτράπετ'»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]<br />ο τ. [[μετατέρπομαι]] με αναγραμματισμό].
}}
{{elru
|elrutext='''μετατρέπω:''' <b class="num">1)</b> поворачивать назад (μοῖραν Pind.): [[μετὰ]] δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;<br /><b class="num">2)</b> med. обращать внимание, придавать значение: τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέπω Medium diacritics: μετατρέπω Low diacritics: μετατρέπω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: metatrépō Transliteration B: metatrepō Transliteration C: metatrepo Beta Code: metatre/pw

English (LSJ)

Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—

   A overthrow, l.c.    2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18.    3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).    II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc.    2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.

German (Pape)

[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσωμακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.

English (Slater)

μετατρέπω
   1 change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω)
1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο του σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ)
2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν μετατραπεῑν», Πίνδ.)
νεοελλ.-μσν.
(το μέσ.) μετατρέπομαι
αλλάζω προς το χειρότερο
μσν.
1. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, ιδέες ή πίστη
2. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
3. φρ. «μετατρέπομαι πρὸς ὕπνον» — κοιμάμαι
4. (σχετικά με εξουσία ή κατοχή) ανατρέπω, καταλύω
5. (το μέσ.) στρέφομαι σε κάτι άλλο
αρχ.
(το μέσ.) α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, μετά δ' ἐτράπετ'»
Ομ. Ιλ.)
β) φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + τρέπω
ο τ. μετατέρπομαι με αναγραμματισμό].

Russian (Dvoretsky)

μετατρέπω: 1) поворачивать назад (μοῖραν Pind.): μετὰ δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;
2) med. обращать внимание, придавать значение: τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.