ἐπαιάζω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαιάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φωνάζω]] [[αἰαῖ]], [[θρηνολογώ]] για, <i>τινί</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμμετέχω]] στον θρήνο, σε Βίωνα. | |lsmtext='''ἐπαιάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φωνάζω]] [[αἰαῖ]], [[θρηνολογώ]] για, <i>τινί</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμμετέχω]] στον θρήνο, σε Βίωνα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαιάζω:''' вопить, рыдать (πρὸς τὸ [[μέλος]] Luc.): ἐ. τῷ νεκρῷ Luc. рыдать над трупом. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A cry αἰαῖ over, mourn over, τῷ νεκρῷ Luc.DDeor.14.2; bewail, μόρον Nic.Al.303. II join in the wail, Bion 1.2, etc.; ἐ. πρὸς τὸ μέλος Luc.Luct.20.
German (Pape)
[Seite 894] (s. αἰάζω) , dabei wehklagen, jammern; τῷ νεκρῷ Luc. D. D. 14, 2; πρὸς τὸ μέλος de luct. 20; μόρον Nic. Al. 303; absol., Bion. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιάζω: μέλλ -ξω, κράζω αἰαῖ, αἰάζω, θρηνολογῶ ἐπί τινι, ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 2· μετ’ αἰτ., θρηνῶ, ἡ δὲ μόρον πολύπυστον ἐπαιάζουσα κατ’ ἄγκη Νικ. Ἀλεξιφ. 303. ΙΙ. συμμετέχω θρήνου, θρηνολογῶ καὶ ἐγὼ παρακολουθῶν τὸν θρῆνον ἄλλου, αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, ἐπαιάζουσιν ἔρωτες Βίων 1. 2, κτλ.· ὁποῖ ’ ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ πρὸς τὸ μέλος ἐπαιάζοντες Λουκ. περὶ Πένθους 20.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαιάξω;
se lamenter, gémir sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, αἰάζω.
Greek Monolingual
ἐπαιάζω (Α)
1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)
2. (με αιτ.) θρηνώ
3. συμμετέχω σε θρήνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»].
Greek Monotonic
ἐπαιάζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω αἰαῖ, θρηνολογώ για, τινί, σε Λουκ.
II. συμμετέχω στον θρήνο, σε Βίωνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαιάζω: вопить, рыдать (πρὸς τὸ μέλος Luc.): ἐ. τῷ νεκρῷ Luc. рыдать над трупом.