πρασιά: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾰσιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[πράσον]]), [[κυρίως]] [[παρτέρι]] με πράσα· γενικά, [[λαχανόκηπος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>πρασιαὶ πρασιαί</i>, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πρᾰσιά:''' Ιων. -ιή, ἡ ([[πράσον]]), [[κυρίως]] [[παρτέρι]] με πράσα· γενικά, [[λαχανόκηπος]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>πρασιαὶ πρασιαί</i>, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾰσιά:''' эп.-ион. πρᾰσιή ἡ<br /><b class="num">1)</b> гряд(к)а Hom.;<br /><b class="num">2)</b> огород Luc.;<br /><b class="num">3)</b> ряд: ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί NT они уселись рядами.
}}
}}