παραίρεσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραίρεσις:''' ἡ, [[απομάκρυνση]] από κοντινό [[σημείο]], [[αφαίρεση]], [[περικοπή]], [[μείωση]], «[[ψαλίδισμα]]», [[τῶν]] προσόδων, σε Θουκ.
|lsmtext='''παραίρεσις:''' ἡ, [[απομάκρυνση]] από κοντινό [[σημείο]], [[αφαίρεση]], [[περικοπή]], [[μείωση]], «[[ψαλίδισμα]]», [[τῶν]] προσόδων, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραίρεσις -εως, ἡ [παραιρέω] het wegnemen, het afnemen:; π. τῶν προσόδων het afnemen van de inkomsten Thuc. 1.122.1; διὸ καὶ τὴν παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλων daarom ontwapenen ze (de massa) ook Aristot. Pol. 1311a12; het interen:. τῆς οὐσίας π. het interen op het vermogen Plat. Resp. 573e.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρεσις Medium diacritics: παραίρεσις Low diacritics: παραίρεσις Capitals: ΠΑΡΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: paraíresis Transliteration B: parairesis Transliteration C: parairesis Beta Code: parai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking away from, stripping one of, τῶν προσόδων Th.1.122; τῆς οὐσίας παραιρέσεις Pl.R.573e; τὴν π. ποιοῦνται τῶν ὅπλων Arist. Pol.1311a12.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, Wegnahme, Verringerung; τῶν προσόδων, Thuc. 1, 122; τῆς οὐσίας, Plat. Rep. IX, 573 e; παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος, = παραιρεῖσθαι, Arist. polit. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρεσις: ἡ, ἀφαίρεσις, τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· παραίρεσις τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
enlèvement, soustraction.
Étymologie: παραιρέω.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α παραιρώ
1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.)
2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.).

Greek Monotonic

παραίρεσις: ἡ, απομάκρυνση από κοντινό σημείο, αφαίρεση, περικοπή, μείωση, «ψαλίδισμα», τῶν προσόδων, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίρεσις -εως, ἡ [παραιρέω] het wegnemen, het afnemen:; π. τῶν προσόδων het afnemen van de inkomsten Thuc. 1.122.1; διὸ καὶ τὴν παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλων daarom ontwapenen ze (de massa) ook Aristot. Pol. 1311a12; het interen:. τῆς οὐσίας π. het interen op het vermogen Plat. Resp. 573e.