παιφάσσω: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παιφάσσω:''' (αναδιπλ. από √<i>ΦΑ</i> του <i>[[φαίνομαι]]</i>), μόνο στον ενεστ., τινάσσομαι ή [[ορμώ]] άγρια, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''παιφάσσω:''' (αναδιπλ. από √<i>ΦΑ</i> του <i>[[φαίνομαι]]</i>), μόνο στον ενεστ., τινάσσομαι ή [[ορμώ]] άγρια, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παιφάσσω rondrennen. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A dart, rush about, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Il.2.450, cf. A.R.4.1440; περί τινα Procl.in Alc.p.136C.; quiver, Opp.C.2.250, H.2.288. 2 trans., wave violently, λαμπάδα Jo.Gaz. Ecphr.2.167. (Redupl. form; cf. δια-φάσσειν, Lat. fax.)
German (Pape)
[Seite 444] reduplleirte Form von φαω, schnell, wild umherblicken, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2, 450, u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1442 παίφασσε δὲ τόνδ' ἀνὰ χῶρον ὕδωρ ἐξερέων; bei Hippocr. = wahnsinnig blicken, wahnsinnig sein; Sp. sich schnell, ungestüm bewegen, zucken, zappeln, καὶ ἀσπαίρω, Opp. Cyn. 2, 250, vgl. Hal. 2, 288, von einem gefangenen Fische.
Greek (Liddell-Scott)
παιφάσσω: τινάσσομαι, ὁρμητικῶς φέρομαι, ἐφορμῶ ἀγρίως τῄδε κακεῖσε, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 450· τρέμω, Λατ. palpitare, Ὀππ. Κ. 2. 250, Ἀλ. 2. 288. 2) μεταβ. κινῶ, σείω βιαίως, λαμπάδα Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 525. (Προδήλως τύπος μετ’ ἀναδιπλ. ὡς τὸ δαιδάλλω· ἡ √ΦΑΣ, πιθανῶς σχετιζομένη πρὸς τὸ Σανσκρ. bhäs (lucere), φαίνεται ὅτι εἶναι δευτερεύων τύπος τῆς ῥίζης ΦΑ, ἴδε ἐν λ. φαίνω· ὥστε ἡ πρώτη αὐτῆς σημασία θὰ εἶναι ἡ τῆς ταχείας κινήσεως οἵα ἡ τοῦ φωτός, ὡς ἐν τοῖς αἰόλος, ἀργός.)
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se montrer tout à coup, apparaître soudainement.
Étymologie: R. Φα, briller, avec redoubl. épq.
English (Autenrieth)
only part., παιφάσσουσα, darting gleams, ‘like lightning,’ Il. 2.450†.
Greek Monolingual
παιφάσσω (Α)
1. κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι
2. σείομαι
3. κινώ κάτι βίαια, σείω.
[ΕΤΥΜΟΛ. P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (πρβλ. μαι-μάω). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα χωρίο της Ιλ. παιπάσσουσα παντί φαινομένη προκύπτει η σημ. «λάμπω, ακτινοβολώ». Αν θεωρηθεί ότι αυτή είναι η αρχική του σημ., τότε θα ήταν δυνατόν να υποτεθεί ένας αρκτικός φθόγγος ğhw- για το ρ. και να συνδεθεί με το λατ. fax «πυρσός» και το λιθουαν. žvakė «κερί»].
Greek Monotonic
παιφάσσω: (αναδιπλ. από √ΦΑ του φαίνομαι), μόνο στον ενεστ., τινάσσομαι ή ορμώ άγρια, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιφάσσω rondrennen.