ἁλυκός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλυκός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[αλμυρός]]<br /><b>2.</b> ο λίγο [[αλμυρός]], [[υφάλμυρος]], [[γλυφός]]<br /><b>3.</b> «Ἁλυκὴ [[θάλασσα]]», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i> το -<i>υ</i>- του θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με [[βεβαιότητα]]<br />πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] της λ. [[ἁλμυρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλυκάτος</i>, [[ἁλυκεία]], [[ἁλυκίς]], [[ἁλυκότης]], [[ἁλυκώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλυκή]]].
|mltxt=[[ἁλυκός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[αλμυρός]]<br /><b>2.</b> ο λίγο [[αλμυρός]], [[υφάλμυρος]], [[γλυφός]]<br /><b>3.</b> «Ἁλυκὴ [[θάλασσα]]», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i> το -<i>υ</i>- του θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με [[βεβαιότητα]]<br />πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] της λ. [[ἁλμυρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλυκάτος</i>, [[ἁλυκεία]], [[ἁλυκίς]], [[ἁλυκότης]], [[ἁλυκώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλυκή]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλῠκός:''' (ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями ([[Ποσειδῶν]] Arph.).<br />[ἅλς II] соленый (μέρη τῆς σαρκός Plat.).
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῠκός Medium diacritics: ἁλυκός Low diacritics: αλυκός Capitals: ΑΛΥΚΟΣ
Transliteration A: halykós Transliteration B: halykos Transliteration C: alykos Beta Code: a(luko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A salt, Hp.Acut.42, Aër.1, Ar.Lys.403, LXX Ge.14.3; brackish, Thphr.HP4.3.5.

German (Pape)

[Seite 110] salzig, Plat. Tim. 65 d u. Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῠκός: -ή, -όν, ἁλμυρός, Ἱππ. π. διαί. Ὀξ. 390, Ἀριστοφ. Λυσ. 403, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
salé.
Étymologie: ἅλς².

Spanish (DGE)

(ἁλῠκός) -ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1salado, salino de humores naturales πτύσματα Hp.Acut.42, φλέγματα Pl.Ti.86e, cf. 65e, χυμοί Praxag.Cous 22, cf. Phylotim.9, δάκρυ Call.Fr.313, ἱδρώς Thphr.Sud.4.
2 salado, salobre del mar y aguas minerales, Hp.Aër.1, cf. Arist.Pr.934a30, ὕδατα Ps.Dicaearch.1.27, νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκόν Ar.Lys.403, ὁ ἁ. ζάψ Simm.11, τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκήν el barranco salado, el mar Muerto LXX Ge.14.3, ἁ. θάλασσα LXX De.3.17, Nu.34.3
subst. τὸ ἁ. la salinidad del mar, Plu.2.913c, ὁ ἁ. el mar, EM 948, cf. ἁλύκη Hsch.
3 salado, sazonado con sal ῥοφήματα, σιτία Hp.Aff.40, ὕδωρ Arist.HA 574a8, οἶνος Thphr.Od.48, τιμῆς τυρῶν ἁλυκῶν BGU 14.4.22 (III d.C.)
subst. τὰ ἁ. alimentos salados, salazones Hp.Epid.7.68
ἡ ἁ. salazón ζύτου καὶ ... ἁλυκῆς de cerveza y salazón, BGU 1069.ue.9 (III d.C.), cf. PLond.1393.36, ἁλυκῆς τάλαντα ɛ̄ para el aprovisionamiento de tropas POxy.2567.21 (III d.C.) en BL 6.110, cf. SB 9232.3.
II salado, saleroso, chistoso αὐτοσκώμματα Alciphr.3.7.2.

English (Strong)

from ἅλς; briny: salt.

English (Thayer)

(ή, salt (equivalent to ἁλμυρός): Aristophanes) Plato, Tim., p. 65e.; Aristotle, Theophrastus, others.)

Greek Monolingual

ἁλυκός, -ή, -όν (Α)
1. αλμυρός
2. ο λίγο αλμυρός, υφάλμυρος, γλυφός
3. «Ἁλυκὴ θάλασσα», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς το -υ- του θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα
πιθ. να οφείλεται σε επίδραση της λ. ἁλμυρός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκάτος, ἁλυκεία, ἁλυκίς, ἁλυκότης, ἁλυκώδης
νεοελλ.
αλυκή].

Russian (Dvoretsky)

ἁλῠκός: (ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями (Ποσειδῶν Arph.).
[ἅλς II] соленый (μέρη τῆς σαρκός Plat.).