ἀλλᾶς: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλλᾶς:''' -ᾶντος, ὁ, αλλαντικό, [[λουκάνικο]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''ἀλλᾶς:''' -ᾶντος, ὁ, αλλαντικό, [[λουκάνικο]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλλᾶς:''' ᾶντος ὁ колбаса Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A force-meat, sausage or black-pudding, Hippon.48, Ar.Eq.161, Crates Com.17, etc.
German (Pape)
[Seite 102] ᾶντος, ὁ (aus ἀλλάεις zsgzgn, an allium, Knoblauch, erinnernd, also eigtl. Knoblauchs-) Wurst, Ar. Equ. 160 u. ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλᾶς: ᾶντος, ὁ, κεκομμένον κρέας ἐντὸς ἐντέρου, λουκάνικον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161· Κράτης ἐν «Θηρίοις» 3, «τὸ δὲ ἀλλᾶς παρὰ τὴν ἀόλλησιν τῶν κρεῶν, ἢ παρὰ τὴν ἄλλησιν, τουτέστι συγκοπήν», Ἐτυμ. Μ.
French (Bailly abrégé)
ᾶντος (ὁ) :
saucisson, saucisse.
Étymologie: DELG orig. obsc., comme beaucoup de termes culinaires.
Spanish (DGE)
-ᾶντος, ὁ
morcilla ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.Eq.432, Epich.85.416Au.
•hecha de sangre, carne y especias αἱματοπώτης ἔσθ' ὅ τ' ἀλλᾶς χὡ δράκων Ar.Eq.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.Eq.161, 201, πνεύμων, ἀλλᾶς τε bofe y morcilla Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.VS 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4
•frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.Gall.14
•adulteradas a base de mulo muerto, Procop.Goth.2.3.11.
• Etimología: Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. allo-, lat. alium ‘ajo’.
Greek Monolingual
ἀλλᾶς (-ᾶντος), ο (Α)
1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι
2. πληθ. οι αλλάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλλᾶ-Fεντ-ς, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση (α + ε) και αποβολή του συμπλέγματος -ντ- προ του -ς-, προήλθε ο τ. ἀλλᾶς. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που είναι συγγενής με τη γλώσσα του Ησυχίου ἄλλην «λάχανον Ἰταλοί», καθώς και με το λατ. alium «σκόρδο».
ΣΥΝΘ. ἀλλαντοειδής, ἀλλαντοποιός, ἀλλαντοπώλης].
Greek Monotonic
ἀλλᾶς: -ᾶντος, ὁ, αλλαντικό, λουκάνικο, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀλλᾶς: ᾶντος ὁ колбаса Arph.