ἀμνίον: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμνίον:''' τό, [[δοχείο]] στο οποίο συγκεντρώνεται το [[αίμα]] των σφάγιων, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀμνίον:''' τό, [[δοχείο]] στο οποίο συγκεντρώνεται το [[αίμα]] των σφάγιων, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμνίον:''' τό<b class="num">1)</b> чаша для жертвенной крови Hom.;<br /><b class="num">2)</b> анат. амнион, зародышевая оболочка Emped. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(not so well ἄμνιον), τό,
A bowl in which the blood of victims was caught, Od.3.444. 2 inner membrane round the foetus, Emp.71; cf. ἀμνειός. II Dim. of ἀμνός, Hermipp.3 (Ἄμνιος as pr. n. wrongly Et.Gen.).
German (Pape)
[Seite 126] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' ἀμνίον εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse αἱμνίον schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνίον: (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ χιτών, «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν ἔνδοθεν λεπτότερον ὄντα καὶ μαλακώτερον ἀμνίον Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― ὡσαύτως ἀμνεῖος χιτών: πρβλ. πωλίον ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀμνός, «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour le sang des sacrifices.
Étymologie: ἀμνός.
English (Autenrieth)
basin for receiving the blood of sacrificial victims, Od. 3.444†. (See cut.)
Spanish (DGE)
-ου, τό corderito Hermipp.3.
-ου, τό
1 lebrillopara recoger la sangre de los sacrificios Od.3.444.
2 anat. amnios Emp.B 70, Sor.Lat.55 (p.19).
• Etimología: Etim. desconocida. Popularmente se podría entender como dim. de ἀμνός, confundiéndolo con 2 ἀμνίον.
Greek Monolingual
(I)
βλ. άμνιο.———————— (II)
ἀμνίον, το (Α) ἀμνός
(υποκοριστικό του αμνός) αρνάκι.
Greek Monotonic
ἀμνίον: τό, δοχείο στο οποίο συγκεντρώνεται το αίμα των σφάγιων, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀμνίον: τό1) чаша для жертвенной крови Hom.;
2) анат. амнион, зародышевая оболочка Emped.