ἀναρίθμητος: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνᾰρίθμητος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που δεν μετριέται, [[αναρίθμητος]], [[αμέτρητος]], σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για το χρόνο, [[αλογάριαστος]], [[άπλετος]], [[αμέτρητος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[αψήφιστος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνᾰρίθμητος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που δεν μετριέται, [[αναρίθμητος]], [[αμέτρητος]], σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για το χρόνο, [[αλογάριαστος]], [[άπλετος]], [[αμέτρητος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[αψήφιστος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνᾰρίθμητος:''' и ἀν-άριθμος, поэт. [[ἀνήριθμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> бесчисленный, неисчислимый, несметный Pind., Her., Trag., Plat.: [[χρόνος]] ἡμερῶν [[ἀνήριθμος]] Soph. бесчисленные дни;<br /><b class="num">2)</b> бесконечный, безмерный ([[χρόνος]] Soph.; [[ἄπειρος]] καὶ [[ἀναρίθμητος]] Arst.): ἀ. θρηνῶν Soph. никогда не перестающий рыдать;<br /><b class="num">3)</b> не идущий в счет (лат. [[nullo]] [[numero]] habendus), т. е. незнатный, простой Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be counted, countless, Pi.O.7.25, Hdt.1.126, 7.190,211, al.; of time, immeasurable, S.Aj.646. 2 unregarded, E.Ion837, Hel.1679.
German (Pape)
[Seite 205] 1) unzählbar, unermeßlich, ἀμπλακίαι Pind. N. 7, 25; χρόνος Soph. Ai. 637; στρατιά Isocr. 4, 93; μυριάδες Plat. Theaet. 175 a;λεία Plut. Luc. 4. – 2) nicht gezählt, nicht geachtet, Eur. Ion. 837 Hel. 1695. – 3) akt., der nicht zählen kann?
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰρίθμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀριθμήσῃ, «ἀλογάριαστος» Πινδ. Ο. 7. 45, Ἡρόδ. 1. 126., 7. 190, 211, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ.: ἐπὶ χρόνου, ἀμέτρητος, πολύς, ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος Σοφ. Αἴ. 646. 2) ὁ μὴ ἐναρίθμιος, ὁ μὴ «λογαριαζόμενος», ἀσήμαντος, ἀναρίθμητον, ἐκ δούλης τινὸς γυναικὸς Εὐρ. Ἴων. 837, Ἑλ. 1679.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 innombrable;
2 infini.
Étymologie: ἀ, ἀριθμέω.
English (Slater)
ἀνᾰρίθμητος, -ον
1 countless ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι (O. 7.25)
Spanish (DGE)
-ον
I 1innumerable ἀμπλακίαι Pi.O.7.25, πόνοι Hdt.1.126, ἄνδρες Hdt.7.190, μυριάδες Ar.V.1011, προγόνων μυριάδες Pl.Tht.175a, cf. Plot.2.3.6, πλῆθος Plb.2.29.6, πρόβατα LXX 3Re.8.5, πάθη Longin.22.1, κακοί Phld.Ir.p.18
•subst. κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων Hdt.7.211, ὥστε τῶν ἀναριθμήτων εἶναι δοκεῖν τὴν πᾶσαν τάξιν de modo que todo el grupo parece entrar en la categoría de las cosas innumerables Arist.Cael.292a12.
2 inconmensurable ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος S.Ai.646.
II no tenido en cuenta, de clase baja op. εὐγενεῖς E.Hel.1679, Io 837.
III adv. -ως en innumerables sentidos Aët.Synt.p.359.13.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of ἀριθμέω; unnumbered, i.e. without number: innumerable.
English (Thayer)
ἀναρίθμητον (alpha privative and ἀριθμέω), innumerable: Pindar down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναρίθμητος, -ον) αριθμώ
αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, πολύς
αρχ.
αυτός που δεν είναι άξιος υπολογισμού, ο ασήμαντος.
Greek Monotonic
ἀνᾰρίθμητος: -ον, 1. αυτός που δεν μετριέται, αναρίθμητος, αμέτρητος, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για το χρόνο, αλογάριαστος, άπλετος, αμέτρητος, σε Σοφ.
2. ασήμαντος, αψήφιστος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰρίθμητος: и ἀν-άριθμος, поэт. ἀνήριθμος 2
1) бесчисленный, неисчислимый, несметный Pind., Her., Trag., Plat.: χρόνος ἡμερῶν ἀνήριθμος Soph. бесчисленные дни;
2) бесконечный, безмерный (χρόνος Soph.; ἄπειρος καὶ ἀναρίθμητος Arst.): ἀ. θρηνῶν Soph. никогда не перестающий рыдать;
3) не идущий в счет (лат. nullo numero habendus), т. е. незнатный, простой Eur.