ἀνταυγέω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνταυγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[αὐγή]]), [[αντανακλώ]] φως, [[φάσγανον]] ἀνταυγεῖ φόνον, αντανακλά [[πίσω]] τον φόνο, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνταυγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[αὐγή]]), [[αντανακλώ]] φως, [[φάσγανον]] ἀνταυγεῖ φόνον, αντανακλά [[πίσω]] τον φόνο, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνταυγέω:''' отражать свет; бросать отблеск, отсвечивать Arst., Plut.: [[φάσγανον]] ἀνταυγεῖ φόνον Eur. блеск меча грозит смертью. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A reflect light, Hp.Carn.17, Arist.Pr.932a27, Chaerem.14; πρὸς Ὄλυμπον Emp.44; φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον flashes back murder, E.Or.1519; gleam, glitter, Eub.56.
German (Pape)
[Seite 245] = ἀνταυγάζω, Hippocr.; vgl. Eubul. Ath. XI, 471 d; Chaerem. ib. 608 b; φόνον Eur. Or. 1533, Schol. ἀντιλάμπει.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγέω: ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· φάσγανον ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - λάμπω, στίλβω, μαρμαίρω, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀντηύγουν;
réfléchir la lumière.
Étymologie: ἀνταυγής.
Spanish (DGE)
1 c. dat. o πρός y ac. reflejarse en πρὸς Ὄλυμπον Emp.B 44, τούτῳ ... ἀνταυγεῖ τὸ φῶς Hp.Carn.17
•abs. brillar el mar, Arist.Pr.932a27, cf. Eub.56
•c. ac. int. fig. φάσγανον ... ἀνταυγεῖ φόνον la espada produce un brillo de muerte E.Or.1519.
2 c. ac. compl. dir. iluminar χρῶμα δ' ὄμμασιν λευκὸν μελαίνης ἔργον ἀντηύγει σκιᾶς su color, blanco a los ojos, iluminaba la obra de la negra sombra (de la noche), Chaerem.14.
Greek Monotonic
ἀνταυγέω: μέλ. -ήσω (αὐγή), αντανακλώ φως, φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον, αντανακλά πίσω τον φόνο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταυγέω: отражать свет; бросать отблеск, отсвечивать Arst., Plut.: φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον Eur. блеск меча грозит смертью.