ἀπεννέπω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεννέπω:''' [[σπανίως]] ἀπ-[[ενέπω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απαγορεύω]], σε Αισχύλ.· [[ἀπεννέπω]] τι, [[απαγορεύω]] [[κάτι]], σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., [[ἀπεννέπω]] τινὰποιεῖν ή <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, σε Ευρ.· [[ἀπεννέπω]] τινὰ θαλάμων, τον [[αποβάλλω]], τον [[εκδιώκω]] από το [[δωμάτιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέργω]], [[απεύχομαι]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπεννέπω:''' [[σπανίως]] ἀπ-[[ενέπω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απαγορεύω]], σε Αισχύλ.· [[ἀπεννέπω]] τι, [[απαγορεύω]] [[κάτι]], σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., [[ἀπεννέπω]] τινὰποιεῖν ή <i>μὴ ποιεῖν τι</i>, σε Ευρ.· [[ἀπεννέπω]] τινὰ θαλάμων, τον [[αποβάλλω]], τον [[εκδιώκω]] από το [[δωμάτιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέργω]], [[απεύχομαι]], <i>τι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεννέπω:''' Eur. тж. [[ἀπενέπω]]<br /><b class="num">1)</b> запрещать (τι Soph.; τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> запрещать или закрывать доступ, не допускать, отгонять (τινά τινος Aesch., Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεννέπω Medium diacritics: ἀπεννέπω Low diacritics: απεννέπω Capitals: ΑΠΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: apennépō Transliteration B: apennepō Transliteration C: apennepo Beta Code: a)penne/pw

English (LSJ)

Trag. word, also ἀπενέπω (only lyr. E.IA552),

   A forbid: abs., A.Th.1058, E.Ph.1657; ἀ. τι forbid it, S.OC209; more freq. c. acc. et inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν E.Med.813, Heracl.556; ἀ. τινὰ μὴ ποιεῖν Id.Ion1282, HF1295; ἀ. τινὰ θαλάμων order him from the chamber, Id.IA552(lyr.).    2 c. acc.rei, deprecate, ἀνδροκμῆτας δ' . . ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεννέπω: τραγ. λέξις, ὡσαύτως ἀπενέπω (ἀλλὰ μόνον ἐν Λυρ. χωρίῳ, Εὐρ. Ι. Α. 553): - ὡς τὸ ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω: ἀπολ., Αἰσχύλ. Θήβ. 1053, κτλ.· ἀπενν. τι, ἀπαγορεύειν, μὴ ἐπιτρέπειν, τί τόδ’ ἀπεννέπεις, γέρον; Σοφ. Ο. Κ. 209· συνηθέστερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ἀπενν. τινὰ ποιεῖν Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρακλ. 556· ἀπ. τινὰ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἴων. 1282, κτλ.: - ἀπ. τινὰ θαλάμων, ἀποδιώκειν αὐτὸν ἐκ τῶν θαλάμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 553. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀποστέργω, ἀνδροκμῆτας δ’… ἀπεννέπω τύχας Αἰσχύλ. Εὐμ. 957.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπενέπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀπενέπω E.IA 552
1 prohibir, decir que no abs. ἀπεννέπω δ' ἐγώ A.Th.1053, κἂν ἀπεννέπῃ πόλις E.Ph.1657
c. ac. int. OI. ἀλλὰ μή -XO. τί τόδ' ἀπεννέπεις, γέρον; ED. Pero no ... CO. ¿A qué dices que no, viejo? S.OC 209.
2 apartar, impedir, vetar c. ac. de cosa ἀνδροκμῆτας δ' ἀώρους ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957, c. ac. de pers. y gen. ἀπενέπω νιν ἀμετέρων ... θαλάμων rechazo a esta ... lejos de mi tálamo E.IA 552
c. ac. e inf. prohibir, impedir a uno hacer algo δρᾶν σ' ἀπεννέπω τάδε E.Med.813, οὐδ' ἀπεννέπω ... θνῄσκειν σ' E.Heracl.556, c. μή no traducible ἀπεννέπω σε μὴ κατακτείνειν ἐμέ E.Io 1282, ἀπεννέπουσά με μὴ θιγγάνειν γῆς E.HF 1295.

Greek Monolingual

ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α)
1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω
2. αποδοκιμάζω, αποστέργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»].

Greek Monotonic

ἀπεννέπω: σπανίως ἀπ-ενέπω·
I. απαγορεύω, σε Αισχύλ.· ἀπεννέπω τι, απαγορεύω κάτι, σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., ἀπεννέπω τινὰποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, σε Ευρ.· ἀπεννέπω τινὰ θαλάμων, τον αποβάλλω, τον εκδιώκω από το δωμάτιο, στον ίδ.
II. αποστέργω, απεύχομαι, τι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεννέπω: Eur. тж. ἀπενέπω
1) запрещать (τι Soph.; τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Eur.);
2) запрещать или закрывать доступ, не допускать, отгонять (τινά τινος Aesch., Eur.).