βαρύφρων: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρύφρων:''' -ον ([[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, [[βαρύθυμος]], [[κατηφής]], αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή [[σκέψη]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''βᾰρύφρων:''' -ον ([[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, [[βαρύθυμος]], [[κατηφής]], αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή [[σκέψη]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύφρων:''' 2, gen. ονος разгневанный, гневный ([[Νέμεσις]] Anth.; [[Ἡρακλῆς]] Theocr. - v. l. к [[βαθύφρων]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A heavy of mind, melancholy, gloomy, συντυχίαι Lyr.Adesp.140.8; Αἰήτης A.R.4.731; savage, ταῦρος Lyc.464; cruel, δαίμων Opp.H.4.174. 2 weighty of purpose, grave-minded, Theoc.25.110.
German (Pape)
[Seite 435] ον, schwermüthig, mißmüthig, Theocr. 25, 110; Ap. Rh. 4, 731; Mel. 34 (XII, 141) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφρων: ον,γεν.-ονος,(φρήν) βαρύθυμος, μελαγχολικός,κατηφής, συντυχίαι Λυρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1.174· -ἄγριος, ταῦρος Λυκόφρ. 464. 2) σπουδαῖον ἔχων σκοπὸν (βαθύφρων, Kiessling), Θεόκρ. 25.110,Ἀπολλ.Ρόδ. Δ.731.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 dont l’esprit est accablé, triste ; ou simpl. grave;
2 au cœur dur : cruel, sauvage.
Étymologie: βαρύς, φρήν.
Spanish (DGE)
(βᾰρύφρων) -ον
cruel συντυχίαι Lyr.Adesp.100b.8, Αἰήτης A.R.4.731, Ἡρακλῆς Theoc.25.110, Νέμεσις AP 12.141, δαίμων Opp.H.4.174
•salvaje ταῦρος Lyc.464, θύννη Opp.H.4.505.
Greek Monolingual
βαρύφρων (-ονος), ο, η (AM)
1. (για ζώο) άγριος
2. (για άνθρωπο) απολίτιστος
αρχ.
1. βαρύθυμος
2. σκληρός, άσπλαχνος
3. σταθερός, αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -φρων < φρην (-ενός) «νους, καρδιά»].
Greek Monotonic
βᾰρύφρων: -ον (φρήν), γεν. -ονος, βαρύθυμος, κατηφής, αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή σκέψη, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύφρων: 2, gen. ονος разгневанный, гневный (Νέμεσις Anth.; Ἡρακλῆς Theocr. - v. l. к βαθύφρων).