γειομόρος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(8) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γειομόρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κατοικεί [[μέσα]] στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)<br /><b>3.</b> αυτός που κατέχει [[μοίρα]], [[κομμάτι]] γης<br /><b>4.</b> (για το [[αλέτρι]]) αυτό που χωρίζει τη γη, το [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γειο</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]] «[[μετέχω]] σε [[κάτι]], [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μου ανήκει, [[διαιρώ]]»]. | |mltxt=[[γειομόρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κατοικεί [[μέσα]] στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)<br /><b>3.</b> αυτός που κατέχει [[μοίρα]], [[κομμάτι]] γης<br /><b>4.</b> (για το [[αλέτρι]]) αυτό που χωρίζει τη γη, το [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γειο</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]] «[[μετέχω]] σε [[κάτι]], [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μου ανήκει, [[διαιρώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γειομόρος:''' ὁ Anth. = [[γεωμόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A = γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.
German (Pape)
[Seite 478] = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.
Greek (Liddell-Scott)
γειομόρος: ἴδε ἐν λ. γημόρος: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.
Greek Monolingual
γειομόρος, ο (Α)
1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί
2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)
3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης
4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].
Russian (Dvoretsky)
γειομόρος: ὁ Anth. = γεωμόρος.