δίοψις: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίοψις]], η (A) [[όψις]]<br /><b>1.</b> κοίταγμα [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαύγεια]], [[διαφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[εξέταση]], [[θεωρία]], [[σκέψη]]. | |mltxt=[[δίοψις]], η (A) [[όψις]]<br /><b>1.</b> κοίταγμα [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαύγεια]], [[διαφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[εξέταση]], [[θεωρία]], [[σκέψη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίοψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> видение насквозь: τοῦ φωτὸς οὐ παρέχειν τῇ αἰσθήσει δίοψιν Plut. не пропускать света, быть непрозрачным;<br /><b class="num">2)</b> проницательность (τοῦ νοῦ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> рассмотрение (τούτων Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a view through, Plu.2.915a; transparency, ib.408e: metaph., ἤθους Id.Comp.Dem.Cic.1. II metaph., consideration, Pl.Ti.40d codd. (δι' ὄψεως Procl.).
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, das Durchsehen, Plut. prim. frigid. 9; die Anschauung, Plat. Tim. 40 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίοψις: -εως, ἡ, θέα διὰ μέσου, Πλούτ. 2. 915Α, κτλ. ΙΙ. μεταφ., θεωρία, ἐξέτασις, Πλάτ. Τιμ. 40D· διαφάνεια, Πλούτ. 2. 408Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de voir à travers;
2 perspicacité.
Étymologie: διόψομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 visibilidad, visión a travésdel agua del mar, Plu.2.915a, δ. τοῦ φωτός impedida por la niebla, Plu.2.948e, cf. Poll.2.58, Hsch.
•fig. inspección, contemplación atenta τὸ λέγειν ἄνευ διόψεως ... μάταιος ἂν εἴη πόνος Pl.Ti.40d (cód.)
•percepción τοῦ ἤθους ἐν τοῖς λόγοις ἐκατέρου Plu.Comp.Dem.Cic.1.
2 transparencia fig. τοῦ νοῦ δ. transparencia de sentido de una sentencia, Plu.2.408e, cf. Dam.in Phd.174.
Greek Monolingual
δίοψις, η (A) όψις
1. κοίταγμα μέσα από κάτι
2. διαύγεια, διαφάνεια
3. εξέταση, θεωρία, σκέψη.
Russian (Dvoretsky)
δίοψις: εως ἡ1) видение насквозь: τοῦ φωτὸς οὐ παρέχειν τῇ αἰσθήσει δίοψιν Plut. не пропускать света, быть непрозрачным;
2) проницательность (τοῦ νοῦ Plut.);
3) рассмотрение (τούτων Plat.).